Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπι-βουλεύω

См. также в других словарях:

  • ευεπιβούλευτος — εὐεπιβούλευτος, ον (Α) αυτός που υπόκειται εύκολα σε επιβουλή, ο ευπρόσβλητος (α. «μὴ συμβῇ τὴν χώραν εὐεπιβούλευτον γενέσθαι», Στράβ. β. «πένητα εὐεπιβούλευτον», Μ. Βασ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *επι βουλευτός (< επι βουλεύω), πρβλ. αν επι… …   Dictionary of Greek

  • επιβουλεύω — και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω) μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου») αρχ. 1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου 2. ετοιμάζω κάτι κρυφά 3. είμαι επιβλαβής 4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»