-
1 επιτυχης
-
2 επιτυχής
-
3 επιτυχής
[эпитихис] επ успешный, удачный. -
4 καθόλου
εηίρρ.1) в общем, в целом;η καθόλου έννοια — общее понятие;
η επιχείρηση καθόλου ήταν επιτυχής — операция в целом была удачна;
2) (в отриц, предлож.) совсем, вовсе, совершенно, нисколько, нимало;δεν μού αρέσει καθόλου — это мне совсем не нравится;
δεν ήθελα καθόλου να σε θίξω — я вовсе не собирался тебя обидеть;
δεν θύμωσε καθόλου — он нисколько не обиделся;
3) (в вопр, предлож.) немножко, чуточку, чуть-чуть;μ' αγαπάς καθόλου; — ты любишь меня хоть немножко?
См. также в других словарях:
ἐπιτυχής — hitting the mark masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτυχής — ές (AM ἐπιτυχής) 1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ. β. «επιτυχείς αγώνες») 2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β … Dictionary of Greek
επιτυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που πετυχαίνει (ή που πέτυχε) το σκοπό του, ο εύστοχος, ο επιτυχημένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιτύχῃς — ἐπιτυγχάνω hit the mark aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχῆ — ἐπιτυχής hitting the mark neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχεῖ — ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχεῖς — ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem acc pl ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχές — ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem voc sg ἐπιτυχής hitting the mark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχεστάτῳ — ἐπιτυχής hitting the mark masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχεστέρους — ἐπιτυχής hitting the mark masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτυχοῦς — ἐπιτυχής hitting the mark masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)