-
1 επιστεαται
(= ἐπίστανται) ион. 3 л. pl. praes. ind. к ἐπίσταμαι См. επισταμαι I
См. также в других словарях:
ἐπιστέαται — ἐφίστημι set perf ind mp 3rd pl (ionic) ἐφίστημι set pres ind mp 3rd pl (ionic) ἐπίσταμαι know pres ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)