Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπισπεύδω

См. также в других словарях:

  • ἐπισπεύδω — urge on pres subj act 1st sg ἐπισπεύδω urge on pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισπεύδω — επισπεύδω, επέσπευσα βλ. πίν. 128 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επισπεύδω — (AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω] ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.) αρχ. 1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν»,… …   Dictionary of Greek

  • επισπεύδω — επέσπευσα και επίσπευσα, επισπεύστηκα και επισπεύτηκα, επισπευσμένος, μτβ., επιταχύνω κάτι, ενεργώ να γίνει κάτι όσο το δυνατό γρηγορότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπισπεύδετε — ἐπισπεύδω urge on pres imperat act 2nd pl ἐπισπεύδω urge on pres ind act 2nd pl ἐπισπεύδω urge on imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεύσουσι — ἐπισπεύδω urge on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπισπεύδω urge on fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπισπεύδω urge on fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπευδόντων — ἐπισπεύδω urge on pres part act masc/neut gen pl ἐπισπεύδω urge on pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεῦδον — ἐπισπεύδω urge on pres part act masc voc sg ἐπισπεύδω urge on pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεύδει — ἐπισπεύδω urge on pres ind mp 2nd sg ἐπισπεύδω urge on pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεύδοντα — ἐπισπεύδω urge on pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισπεύδω urge on pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπεύδοντι — ἐπισπεύδω urge on pres part act masc/neut dat sg ἐπισπεύδω urge on pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»