-
1 επισκέπτομαι
-
2 ἐπισκέπτομαι
-
3 επισκεπτομαι
(praes. только поздн.; вся группа времен с основой praes. - от ἐπισκοπέω)1) (на что-л.) глядеть, смотреть, взирать(τὰ κακά τινος Eur.)
2) обозревать, обследовать(χώραν τε καὴ προσόδους Plut.)
3) рассматривать, подвергать рассмотрению, исследовать(τι и περί τινος Plat., Arst. и ὑπέρ τινος Arst., Polyb.)
τόδε ἐπίσκεψαι, εἴ τι λέγω Plat. — если я что-л. скажу, внимательно следи за этим;τὸ ποσαχῶς λέγεται ἐπεσκέφθαι Arst. — исследование многозначимости слов4) посещать, навещать(τοὺς κάμνοντας Xen.; τοὺς φίλους ἀσθενοῦντας Plut.; τοὺς ἀδελφούς NT.)
νῦν μ΄ ἐπίσκεψαι μολών Soph. — приди, посети меня5) призирать, призревать(ὀρφανοὺς καὴ χήρας NT.)
6) избирать, выбирать(τινας ἔκ τινων NT.). - см. тж. ἐπισκοπέω
-
4 ἐπισκέπτομαι
ἐπισκέπτομαι mid. dep., fut. ἐπισκέψομαι LXX; 1 aor. ἐπεσκεψάμην; pf. ἐπέσκεμμαι LXX. Pass.: fut. 3 sg. ἐπισκεπήσεται 1 Km 20:18; aor. ἐπεσκέπην LXX; on the other hand, fut. 3 sg. ἐπισκεφθήσεται Jer 3:16; aor. subj. 3 sg. ἐπισκεφθῇ 1 Esdr 2:16 (s. σκοπέω; Trag., Hdt.+; s. B-D-F §101 p. 48 s.v. σκοπεῖν; Mlt-H. 258 s.v.-σκέπτομαι).① to make a careful inspection, look at, examine, inspect (Hdt. 2, 109, 2 et al.) w. acc. (Diod S 12, 11, 4; Num 1:3; 1 Km 13:15; 2 Km 18:1) Hs 8, 2, 9; 8, 3, 3; 9, 10, 4; 1 Cl 25:5. Also look for with interest in selection, select w. acc. (PPetr II, 37, 2b verso 4 [III B.C.] ἐπισκεψάμενος ἐν ἀρχῇ ἃ δεῖ γενέσθαι ἔργα) ἄνδρας Ac 6:3.② to go to see a pers. with helpful intent, visit τινά someone (Demosth. 9, 12; PLille 6, 5 [III B.C.] διαβάντος μου … ἐπισκέψασθαι τ. ἀδελφήν; Judg 15:1) ἀνέβη ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφούς αὐτοῦ (Moses) felt strongly about visiting his people Ac 7:23 (for the note of solicitude cp. X., Mem. 3, 11, 10 φροντιστικῶς); 15:36. ἀλλήλους Hv 3, 9, 2. Esp. of visiting the sick (X., Mem. 3, 11, 10; Plut., Mor. 129c; Lucian, Philops. 6; Herodian 4, 2, 4; Sir 7, 35; TestJob 28:2; Jos., Ant. 9, 178) Mt 25:36, 43; Pol 6:1. W. special suggestion in the context on care to be bestowed: look after widows and orphans ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν in their distress Js 1:27; cp. Hs 1:8. ὀρφανοὺς καὶ ὑστερουμένους Hm 8:10.③ to exercise oversight in behalf of, look after, make an appearance to help, of divine oversight (Gen 21:1; 50:24f; Ex 3:16; 4:31; Sir 46:14; Jdth 8:33; En 25:3; TestLevi 16:5; PsSol 9:4; JosAs 7:35; Just. D. 29, 1) Lk 1:68. ἐπισκέψεται ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους vs. 78 (here the imagery is of dawning light that makes inspection possible, the divine inspection being for the benefit of the oppressed; NRSV ‘break upon’ shifts the imagery); τὸν λαόν 7:16 (cp. Ruth 1:6). Of the orphaned Joachim ἐπισκέψηταί με κύριος ὁ θεός μου GJs 1:4; ὅπως ἐπισκέψηταί με so that (God) might come to my aid 2:4 (sc. cod. A, s. Tdf.); ὅτι ἐπεσκέψατό με καὶ ἀφεῖλεν … ὀνειδισμόν 6:3.—Hb 2:6 (Ps 8:5); be concerned about w. inf. foll. (s. B-D-F §392, 3) ὁ θεὸς ἐπεσκέψατο λαβεῖν ἐξ ἐθνῶν λαόν God concerned himself about winning a people fr. among the nations Ac 15:14.—M-M. TW. Sv.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπισκέπτομαι
-
5 ἐπισκέπτομαι
{с.гл., 11}1. смотреть, рассматривать, обследовать (т.е. подвергать рассмотрению), глядеть, взирать, обозревать;2. призреть, призирать;3. посещать, проведывать, выбирать.Ссылки: Мф. 25:36, 43; Лк. 1:68, 78; 7:16; Деян. 6:3; 7:23; 15:14, 36; Евр. 2:6; Иак. 1:27. LXX: 6485 ( דקפּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπισκέπτομαι
-
6 επισκέπτομαι
{с.гл., 11}1. смотреть, рассматривать, обследовать (т.е. подвергать рассмотрению), глядеть, взирать, обозревать;2. призреть, призирать;3. посещать, проведывать, выбирать.Ссылки: Мф. 25:36, 43; Лк. 1:68, 78; 7:16; Деян. 6:3; 7:23; 15:14, 36; Евр. 2:6; Иак. 1:27. LXX: 6485 ( דקפּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επισκέπτομαι
-
7 επισκέπτομαι
дет.1) посещать; 2) наносить визит; навещать (больного); 3) посещать, осматривать (музей и т. п.) -
8 ἐπισκέπτομαι
1. смотреть, рассматривать, обследовать (подвергать рассмотрению), глядеть, взирать, обозревать; 2. призревать, призирать; 3. посещать, проведывать, выбирать; LXX: (פּקד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπισκέπτομαι
-
9 ἐπισκέπτομαι
σκέπτομαι / ἐπι|σκέπτομαι глядеть, рассматривать; выверять (ср. скептический) -
10 ἐπισκέπτομαι
DM навещаю, посещаю -
11 ἐπισκέπτομαι
+ V 58-40-28-18-24=168 Gn 21,1; 50,24.25; Ex 3,16; 4,31tovisit, to look sb up [τινα] Gn 21,1; to look upon or at [τινα] Ex 3,16; to inspect, to examine [abs.] Lv 13,36; id. [τι] Ex 3,16; to consider, take into account [τινα] Nm 1,3; to seem, to be deemed as Ezr 5,17; to number [τινα] 1 Sm 15,4*Nm 16,5 ἐπέσκεπται he has visited-בקר (pi.) to visit for MT בקר morning; *Neh 12,42 καὶ ἐπεσκέπησανand were numbered-ויפקדו for MT הפקיד the leadersee ἐπισκοπέωCf. GEHMAN 1972, 197-207; HARL 1986a, 186; →NIDNTT; TWNT -
12 επισκέπτομαι
[эпискептомэ] ρ посещать, наносить визит. -
13 ἐπισκέπτομαι
A = ἐπισκοπέω, Hp.Prorrh.2.1, Men.710, S.E.M.5.89, Plu.2.129c, etc.2. pass in review: hence, number a host, LXX 1 Ki.15.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκέπτομαι
-
14 ἐπισκέπτομαι
ἐπι-σκέπτομαι, ansehen; überschauen, betrachten, untersuchen; περὶ ἀρετῆς, darüber nachdenken, Untersuchungen anstellen; τοὺς φίλους ἀσϑενοῠντας, besuchen; vom Arzt -
15 επισκέπτομαι
visiter -
16 επισκέπτομαι
1) nawiedzać czas.2) odwiedzać czas.3) zwiedzać czas. -
17 επισκέπτομαι
navštívit -
18 επισκέπτομαι
visitΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επισκέπτομαι
-
19 visiter
επισκέπτομαι -
20 navštívit
επισκέπτομαι
См. также в других словарях:
επισκέπτομαι — επισκέπτομαι, επισκέφτηκα (σπάν. επισκέφθηκα) βλ. πίν. 12 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπισκέπτομαι — pass in review pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισκέπτομαι — (AM ἐπισκέπτομαι) [σκέπτομαι] 1. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τόν δω, να τόν χαιρετήσω, να τού ευχηθώ κ.λπ. («ἠσθένησα, καί ἐπισκέψασθέ με», ΚΔ) 2. (για γιατρό) πηγαίνω σε άρρωστο για να τόν εξετάσω 3. (για αξιωματούχους) επιθεωρώ νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επισκέπτομαι — επισκέφτηκα, μτβ. 1. έρχομαι σε κάποιο μέρος για να παρατηρήσω, να εξετάσω ή να θαυμάσω κάτι: Επισκεφτήκαμε πολλά μουσεία. 2. πηγαίνω στο σπίτι κάποιου για να τον ιδώ (να τον χαιρετήσω, να του ευχηθώ, να τον συλλυπηθώ κτλ.), του κάνω επίσκεψη. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισκέπτεσθε — ἐπισκέπτομαι pass in review pres imperat mp 2nd pl ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 2nd pl ἐπισκέπτομαι pass in review imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκεμμένον — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc acc sg ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκεμμένων — ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp fem gen pl ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσκέμμεθα — ἐπισκέπτομαι pass in review plup ind mp 1st pl ἐπισκέπτομαι pass in review perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτομένων — ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp fem gen pl ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτόμεθα — ἐπισκέπτομαι pass in review pres ind mp 1st pl ἐπισκέπτομαι pass in review imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκεπτόμενον — ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp masc acc sg ἐπισκέπτομαι pass in review pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)