-
1 επικειρω
(эп. aor. ἐπέκερσα)1) досл. скашивать, косить, перен. опустошать(πρώτας φάλαγγας Hom.)
2) уничтожать, расстраивать(μάχης μήδεα Hom. - in tmesi)
-
2 επεκερσα
См. также в других словарях:
επικείρω — ἐπικείρω (Α) 1. κόβω, αποκόπτω 2. κατακόπτω («πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.) 3. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω, ματαιώνω («μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κείρω «κόβω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek
ἐπικείρει — ἐπικείρω cut off aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικείρω cut off pres ind mp 2nd sg ἐπικείρω cut off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικείρουσι — ἐπικείρω cut off aor subj act 3rd pl (epic) ἐπικείρω cut off pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπικείρω cut off pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικείρεται — ἐπικείρω cut off aor subj mid 3rd sg (epic) ἐπικείρω cut off pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικείρωσιν — ἐπικείρω cut off aor subj act 3rd pl ἐπικείρω cut off pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκειρε — ἐπικείρω cut off aor ind act 3rd sg ἐπικείρω cut off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκειρεν — ἐπικείρω cut off aor ind act 3rd sg ἐπικείρω cut off imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεῖραι — ἐπικείρω cut off aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικείρεσθαι — ἐπικείρω cut off pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκειραν — ἐπικείρω cut off aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέκερσαν — ἐπικείρω cut off aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)