Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπικαιρία

См. также в других словарях:

  • επικαιρία — ἐπικαιρία, ή (Α) [επίκαιρος] ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαιριῶν — ἐπικαιρία opportunity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαιρίην — ἐπικαιρία opportunity fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»