-
1 επικαιρια
ἥ благоприятные обстоятельства, удобный случай(ἀκαιρίαι καὴ ἐπικαιρίαι Democr. ap. Diog.L.)
См. также в других словарях:
επικαιρία — ἐπικαιρία, ή (Α) [επίκαιρος] ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση … Dictionary of Greek
ἐπικαιριῶν — ἐπικαιρία opportunity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιρίην — ἐπικαιρία opportunity fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek