Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπικάρσια

См. также в других словарях:

  • ἐπικαρσίᾳ — ἐπικαρσίᾱͅ , ἐπικάρσιος cross wise fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικάρσια — ἐπικάρσιος cross wise neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίας — ἐπικαρσίᾱς , ἐπικάρσιος cross wise fem acc pl ἐπικαρσίᾱς , ἐπικάρσιος cross wise fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίαι — ἐπικαρσίᾱͅ , ἐπικάρσιος cross wise fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαρσίαν — ἐπικαρσίᾱν , ἐπικάρσιος cross wise fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»