-
1 επικαρσία
-
2 ἐπικαρσίᾳ
-
3 επικάρσια
-
4 ἐπικάρσια
-
5 επικαρσίας
ἐπικαρσίᾱς, ἐπικάρσιοςcross-wise: fem acc plἐπικαρσίᾱς, ἐπικάρσιοςcross-wise: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἐπικαρσίας
ἐπικαρσίᾱς, ἐπικάρσιοςcross-wise: fem acc plἐπικαρσίᾱς, ἐπικάρσιοςcross-wise: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ὄρθιος
ὄρθιος, bei den Att. auch 2 Endgn, 1) grad aufwärts, bergan; οἶμος, Hes. O. 292, Ggstz πρηνής; ὥςτε πάντας ὀρϑίας στῆσαι φόβῳ δείσαντας τρίχας, Soph. O. C. 1624, das Haar aufsträuben; vgl. Aesch. τριχὸς δ' ὀρϑίας πλόκαμος ἵσταται, Spt. 546; ἔϑειραι, Eur. Hel. 638; πύργος, Phoen. 1229; ὄρϑια ἦν τὰ γέῤῥα, Her. 9, 102; ὄρϑιον ἰέναι steht gegenüber dem ὁμαλές, Xen. An. 4, 6, 12; πρὸς ὄρϑιον ἄγειν, Cyr. 2, 2, 24; καταφέρεσϑαι κατὰ τοῦ ὀρϑίου, Arr. 1, 1, 11. – Gew. von der Stimme, gradauf tönend (oder aufregend?), laut, hell, ἤϋσε ϑεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρϑια, Il. 11, 11; ἰάχησε, ἐβόησε ὄρϑια φωνῇ, H. h. Cer. 20. 432; ὄρϑιον ὤρυσε, φώνασε, Pind. Ol. 9, 117 N. 10, 76, der auch übertr. sagt ὀρϑίαν ὕβριν κνωδάλων, P. 10, 36; ὄρϑια κωκύματα, Soph. Ant. 1191; κηρύγματα, El. 673; ὄρϑιον δ' ἅμα ἀντηλάλαξε ἠχώ, Aesch. Pers. 381; κελεύσματα, Ch. 740; κήρυγμα, Eur. I. A. 94; φϑέγματα, Hel. 1591; bes. νόμος, eine sehr hohe, helle Weise, Tonart, Her. 1, 24, Ar. Ach. 16 Equ. 1276; ἐπιτείνουσι τὸ φϑέγμα μέχρι πρὸς τὸ ὄρϑιον, Luc. bis acc. 11. – 2) in grader Richtung fortgehend; ἴχνος, Xen. Cyn. 6, 14; ὄρϑιον φεύγειν, 5, 29. Bei Her. 4, 101 steht τὰ ὄρϑια, τὰ ἐς τὴν μεσόγαιαν φέροντα dem τὰ ἐπικάρσια entgegen, von der Küste aufwärts, ins Land hinein. – Ἡ ὀρϑία, der rechte Winkel, Plut. Is. et Os. 56; übertr., ἤϑη ὄρϑια καὶ καϑαρά, Sull. 1. – In der Kriegssprache προςβάλλειν ὀρϑίοις λόχοις, Xen. An. 4, 2, 11, mit graden, colonneuartig aufmarschirten Lochen, wo die Soldaten einer hinter dem anderen gehen, im Ggstz zur Phalanx, wo ein Lochos mit breiterer Front eintritt, vgl. 4, 3, 17 u. 4, 8, 10, δοκεῖ παύσαντας τὴν φάλαγγα λόχους ὀρϑίους ποιῆσαι, wo die verschiedene Marsch- und Kampfweise bei beiden auseinandergesetzt ist; ὀρϑίους ποιεῖσϑαι τοὺς λόχους, Cyr. 3, 2, 6; s. Ael. Tact. 30; nach Suid. heißt überhaupt πᾶν τάγμα ὄρϑιον, ὃ ἂν τὸ βάϑος ἔχῃ πλέον τοῦ μήκους, im Ggstz von παράμηκες. Auch Pol. sagt so: προῆγον αὐτοὺς ὀρϑίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, 11, 23, 2; auch προςέβαλλον τοῖς κέρασιν ὀρϑίαις ταῖς Ῥωμαϊκαῖς δυνάμεσι, ib. 3.
-
8 επικαρσιος
3 и 2устремляющийся (устремившись) головою вперед, идущий поперек, поперечный(ὁδός Her.; ῥύμη Polyb.)
τὰ ἐπικάρσια τετρακισχιλίων σταδίων εἶναι Her. — иметь в поперечном направлении (т.е. с запада на восток) 4000 стадиев;τοῦ Πόντου ἐ. Her. — поперек (к течению) Эвксинского Понта;κλῖμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καθηλωμένη Polyb. — лестница с прибитыми поперек планками;αἱ (νῆες) ἐφέροντο ἐπικάρσιαι Hom. — корабли относило (течением) в сторону, по друг. корабли опрокидывались вверх кормой -
9 επικαρσίαι
-
10 ἐπικαρσίαι
-
11 επικαρσίαν
-
12 ἐπικαρσίαν
-
13 παρακόπτω
A strike falsely, counterfeit, prop. of money, D.S.1.78 : generally, falsify, Luc.Lex.20;κίβδηλα καὶ νόθα καὶ παρακεκομμένα Id.Ind.2
; opp. δόκιμα and ἀκίβδηλα, Id.Hist.Conscr.10, Herm.68 ; ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα knavish manikins, base coin, Ar.Ach. 517.2 [voice] Med., cheat or swindle out of a thing,οἵων ἀγαθῶν παρεκόπτου Id.Eq. 807
; simply, cheat, τινα ib. 859:—[voice] Pass., to be cheated,παρεκόπην διχοινίκῳ Id.Nu. 640
.II metaph., strike the mind awry, drive mad, derange,π. φρένας E.Hipp. 238
; παρακεκομμένος τὸν νοῦν Sch.rec.A.Pr. 581, cf. Phot. s.v.2 intr., to be deranged,τοῦ νοῦ παρακόπτοντος Hp.Aff.10
; παρακόψαι τῇ διανοίᾴ go mad, Arist.Mir. 832b17 : abs., παρακόψας in a fit of madness, D.L.4.44, cf. D.S.5.50 : so in [tense] pres.,παρακόπτων Plu.2.963e
, 1123f; - κόψας wrongheadedly, Phld. Oec. p.10 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακόπτω
-
14 ἐπικάρσιος
A cross-wise, at an angle, esp. at a right angle, as of the cross- streets of Babylon, Hdt.1.180;ῥύμη ἐ. πρὸς τὴν.. εὐθεῖαν Plb.6.29.1
, cf. 6.30.6; τῆς Σκυθικῆς τὰ ἐ. the country measured along the coast, opp. τὰ ὄρθια (inwards, at right angles to the coast), Hdt.4.101; opp. κατ' ἰθύ, Q.S.5.81: c. gen., τριήρεας.. τοῦ μὲν Πόντου ἐπικαρσίας, τοῦ δὲ Ἑλλησπόντου κατὰ ῥόον forming an angle with the current of the Pontus, but.., Hdt.7.36; ἐπικάρσιαι σανίδες cross-planks, Plb.1.22.5;ἐπικάρσιος ἐπείλησις Sor.Fasc.12.506C.
: neut. pl. as Adv., ἐπικάρσια athwart,Com.Adesp.
640. Regul. Adv. - ίως transversely, Antyll. ap. Orib.44.8.2, Paul.Aeg.6.40.II. in Od.9.70 αἱ μὲν [ νῆες] ἔπειτ' ἐφέροντ' ἐπικάρσιαι, either ([etym.] ἐπὶ κάρ), plunging, cf. Eust.ad loc., or (as Sch.) = πλάγιαι, i.e. making leeway, drifting.III. Subst. ἐπικάρσιον, τό, striped garment, Ostr.64 (ii A.D.), POxy.921.14 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικάρσιος
См. также в других словарях:
ἐπικαρσίᾳ — ἐπικαρσίᾱͅ , ἐπικάρσιος cross wise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικάρσια — ἐπικάρσιος cross wise neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίας — ἐπικαρσίᾱς , ἐπικάρσιος cross wise fem acc pl ἐπικαρσίᾱς , ἐπικάρσιος cross wise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίαι — ἐπικαρσίᾱͅ , ἐπικάρσιος cross wise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίαν — ἐπικαρσίᾱν , ἐπικάρσιος cross wise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek