-
1 επειτε
-
2 εκτος
I.Iadv.1) прочь, вон(ῥίπτειν Soph.; ἕλκειν Plat.)
οὐκ ἐ. εἶ ; Soph. — не уйдешь ли?, т.е. уходи прочь;εἰ δ΄ ἐ. ἔλθοις Soph. — если же ты преступишь (клятву);ὅ ἐ. Arst. — внешний;οἱ ἐ. Plat., Polyb. — посторонние, чужие, иноземцы;οἱ ἐ. (sc. τοῦ νῦν) χρόνοι Arst. — прошлое и будущее2) помимоἐ. εἰ μή Luc. — если только не, разве лишь
II1) вне(τείχεος Hom.; τῆς πολιτείας Arst.)
πολιτικῶν καὴ στρατειῶν ἐ. γενέσθαι Plat. — не быть уже способным к несению государственной и военной службы2) кроме, за исключением(ἀποκτείνειν ἅπαντας ἐ. ὀλίγων Xen.)
3) сверх, помимо(ἔχεις τι ἐ. τούτων λέγειν; Plat.)
4) в стороне от, безἐ. πημάτων εἶναι Soph. — не знать несчастий;
ἐ. πρός τινος αἰτίης εἶναι Her. — быть невиновным перед кем-л.5) сверх, свышеἐπείτε ἐ. πέντε ἡμερέων ἐγένετο Her. — по прошествии пяти дней
6) помимо, вопреки, против(ἐλπίδος Soph.; δοκημάτων Eur.)
II.3[adj. verb. к ἔχω См. εχω] могущий быть предметом обладания, которым можно владеть(ἀγαθὰ ἑκτὰ καὴ μεθεκτὰ καὴ ὑπαρκτά Diog.L.)
III.I3[ἕξ] шестой Hom. etc.IIὅ (sc. μήν - лат. sextilis, позднее augustus) шестой месяц года (согласно римскому календарю, по которому год начинался в марте) Plut. -
3 προσχρηζω
ион. προσχρηΐζω1) хотеть, желатьἐπείτε προσχρηΐζετε τούτων Her. — поскольку вы этого желаете;
τί προσχρῄζων μαθεῖν ; Soph. — что ты хочешь узнать?2) просить, требовать3) нуждаться(οὐδὲ σοῦ προσχρῄζομεν Soph.)
См. также в других словарях:
επείτε — ἐπείτε και ἐπεί τε (Α) όταν, αφού («εἰσέβαλε μέν νυν στρατιὴν καὶ οὗτος, ἐπείτε ἧρξε», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ἐπείτε — ἐπεί after that ionic (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείτ' — ἐπείτε , ἐπεί after that ionic (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
πρόκα — (I) και πρόκατε Α (ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα τού σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και τού λατ.… … Dictionary of Greek