-
1 επεισηγεομαι
(сверх чего-л.) вводить
См. также в других словарях:
ἐπεισηγήσασθαι — ἐπεισηγέομαι introduce besides into aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επεισηγεομαι
ἐπεισηγήσασθαι — ἐπεισηγέομαι introduce besides into aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)