Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπαρκῆ

  • 1 επαρκή

    ἐπαρκής
    helpful: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)
    ἐπαρκής
    helpful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ἐπαρκής
    helpful: masc /fem acc sg (attic epic doric)
    ——————
    ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj mp 2nd sg
    ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres ind mp 2nd sg
    ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj act 3rd sg
    ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj mp 2nd sg
    ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres ind mp 2nd sg
    ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > επαρκή

  • 2 ἐπαρκῆ

    Βλ. λ. επαρκή

    Morphologia Graeca > ἐπαρκῆ

  • 3 ἐπαρκῇ

    Βλ. λ. επαρκή

    Morphologia Graeca > ἐπαρκῇ

  • 4 επαρκήι

    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj mp 2nd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres ind mp 2nd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj act 3rd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj mp 2nd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres ind mp 2nd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > επαρκήι

  • 5 ἐπαρκῆι

    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj mp 2nd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres ind mp 2nd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj act 3rd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj mp 2nd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres ind mp 2nd sg
    ἐπαρκῇ, ἐπαρκέω
    to be strong enough for: pres subj act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἐπαρκῆι

См. также в других словарях:

  • ἐπαρκῆ — ἐπαρκής helpful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαρκής helpful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαρκής helpful masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρκῇ — ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj mp 2nd sg ἐπαρκέω to be strong enough for pres ind mp 2nd sg ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 3rd sg ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj mp 2nd sg ἐπαρκέω to be strong enough for pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρκῆι — ἐπαρκῇ , ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj mp 2nd sg ἐπαρκῇ , ἐπαρκέω to be strong enough for pres ind mp 2nd sg ἐπαρκῇ , ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj act 3rd sg ἐπαρκῇ , ἐπαρκέω to be strong enough for pres subj mp 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • τοξίνες — Ουσίες ζωικής ή φυτικής προέλευσης, πρωτεϊνικής φύσης, που όταν εισχωρήσουν στον οργανισμό, εξαιτίας της παθογόνας δύναμής τους, προκαλούν διάφορες νόσους. Από τις ζωικές τ. αναφέρουμε: την αραχνολυσίνη (που παράγεται από την αράχνη), τη… …   Dictionary of Greek

  • Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …   Wikipedia

  • αγίνωτος — και αγένωτος, η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει, να συντελεστεί, ανεκτέλεστος, ακατόρθωτος 2. (για φρούτα, σπαρτά κ.λπ.) αυτός που δεν ωρίμασε ακόμα, άγουρος 3. (για ζύμη, κρασί κ.λπ.) αυτός που δεν έχει υποστεί επαρκή ζύμωση 4. (για φαγητά)… …   Dictionary of Greek

  • αγρεργάτης — ο ο μισθωτός ή ημερομίσθιος εργάτης, αυτός δηλαδή που δεν έχει καθόλου ή επαρκή κλήρο και συντηρείται προσφέροντας εξαρτημένη εργασία σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις …   Dictionary of Greek

  • ακατατόπιστος — η, ο [κατατοπίζω] αυτός που δεν έχει κατατοπιστεί σε κάτι, που δεν έχει επαρκή ή πλήρη γνώση για κάτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»