Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπαισχύνομαι

См. также в других словарях:

  • επαισχύνομαι — ἐπαισχύνομαι (AM) (αποθ.) ντρέπομαι να κάνω ή να υποστώ κάτι («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων τἀναντία εἰπεῑν οὐκ ἐπαισχυνθήσομαι», Αισχύλ.) αρχ. 1. ντρέπομαι για κάτι («φαίνονταί μοι οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐπαισχύνεσθαι τῷ οὐνόματι», Ηρόδ.) 2. (με… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαισχύνομαι — ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mp 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at pres ind mp 1st sg ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mid 1st sg (epic) ἐπαισχύ̱νομαι , ἐπαισχύνομαι to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχυνθέντα — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor part mp neut nom/voc/acc pl ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor part mp masc acc sg ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχύνθην — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor ind mp 1st sg (homeric ionic) ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor ind pass… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχυνεῖται — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at fut ind mp 3rd sg (attic epic) ἐπαισχύνομαι to be ashamed at fut ind mid 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχυνθεῖεν — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor opt mp 3rd pl ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor opt pass 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχυνθεῖσα — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor part mp fem nom/voc sg ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχυνθείς — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor part mp masc nom/voc sg ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχυνθῆναι — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor inf mp ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχυνθῇ — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mp 3rd sg ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαισχυνθῇς — ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj mp 2nd sg ἐπαισχύνομαι to be ashamed at aor subj pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»