-
1 επίρρημα
-
2 ἐπίρρημα
-
3 επιρρημα
- ατος τό1) эпиррема, «послесловие» (в греч. комедии - речь корифея после парабазы, обычно состоящая из 16 трохаических триметров)2) грам. наречие -
4 επίρρημα
το грам, наречие -
5 επίρρημα
[эпиррима] ουσ ο (γραμ) наречие. -
6 ἐπίρρημα
I. in Old Comedy, a speech, commonly of trochaic tetrameters, spoken by the Coryphaeus after the Parabasis (as in Ar.Nu. 575, Eq. 565), Hsch., Suid.II. adverb, D.H.Comp.2, etc.; περὶ ἐπιρρημάτων, title of work by Apollonius Dyscolus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίρρημα
-
7 ἐπίῤῥημα
-
8 επίρρημα
adverbe -
9 επίρρημα
przysłówek (m) rzecz. -
10 επίρρημα
příslovce -
11 επίρρημα
adverbΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίρρημα
-
12 belirteç
επίρρημα -
13 adverbe
επίρρημα -
14 příslovce
επίρρημα -
15 adverb
επίρρημα -
16 przysłówek
επίρρημα -
17 παραλιακά
(επίρρημα)a voramar -
18 наречие
I наречие Ι с (диалект) η διάλεκτος II наречие II с грам. τ ο επίρρημα* * *I с( диалект) η διάλεκτοςII с грам.το επίρρημα -
19 ἀντεπίρρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντεπίρρημα
-
20 παρα-βολο-ειδής
παρα-βολο-ειδής, ές, vergleichend, ἐπίῤῥημα, Schol. Il. 13, 152.
См. также в других словарях:
ἐπίρρημα — that which is neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και … Dictionary of Greek
επίρρημα — το (γραμμ.), άκλιτο μέρος του λόγου, που προσδιορίζει κυρίως το ρήμα (γι αυτό και η ονομασία του), αλλά και επίθετο ή άλλο επίρρημα: Δουλεύει σκληρά. – Πολύ καλός μαθητής. – Πολέμησε εξαιρετικά γενναία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιρρημάτων — ἐπίρρημα that which is neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήμασι — ἐπίρρημα that which is neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήμασιν — ἐπίρρημα that which is neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματα — ἐπίρρημα that which is neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματι — ἐπίρρημα that which is neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματος — ἐπίρρημα that which is neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… … Dictionary of Greek