-
1 εξορύττω
ἐξορύσσωdig out: pres subj act 1st sg (attic)ἐξορύσσωdig out: pres ind act 1st sg (attic)ἐξορύ̱ττω, ἐξορύσσωdig out: pres subj act 1st sg (attic)ἐξορύ̱ττω, ἐξορύσσωdig out: pres ind act 1st sg (attic) -
2 ἐξορύττω
ἐξορύσσωdig out: pres subj act 1st sg (attic)ἐξορύσσωdig out: pres ind act 1st sg (attic)ἐξορύ̱ττω, ἐξορύσσωdig out: pres subj act 1st sg (attic)ἐξορύ̱ττω, ἐξορύσσωdig out: pres ind act 1st sg (attic) -
3 εξορύσσω
εξορύττω μετ.1) откапывать, выкапывать; 2) добывать (полезные ископаемые, нефть и т. п.); 3) мед. извлекать, удалять;εξορύσσω οφθαλμόν — удалить глаз
-
4 εξορυσσω
атт. ἐξορύττω1) выкапывать (землю), удалять вскопанную землю2) выкапывать (из земли)(νεκρούς Her.; ἐλαίαν Lys.; φυτά Xen.)
3) раскапывать, разрывать(ἐξορυσσόμενοι τόποι Arst.)
4) вырывать, выкалывать(τοὺς ὀφθαλμούς τινος Her.)
См. также в других словарях:
ἐξορύττω — ἐξορύσσω dig out pres subj act 1st sg (attic) ἐξορύσσω dig out pres ind act 1st sg (attic) ἐξορύ̱ττω , ἐξορύσσω dig out pres subj act 1st sg (attic) ἐξορύ̱ττω , ἐξορύσσω dig out pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξορύσσω — (AM ἐξορύσσω και ἐξορύττω) [ορύσσω] 1. σκάβω και βγάζω από τη γη (μεταλλεύματα) 2. βγάζω κάτι από τη θέση του 3. βγάζω τα μάτια, τυφλώνω αρχ. 1. αποκαλύπτω 2. (για φυτά) ξεριζώνω 3. (για νεκρούς) ξεθάβω 4. κατασκευάζω με εκσκαφή («χάρακας… … Dictionary of Greek
ԲՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 518 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c ն. ὁρύσσω, ττω, ἑξορύττω fodio (լծ. փոսել) effodio, κατασκάπτω suffodiendo everto, diruo Բրով կամ բրչաւ փոս հատանել. փորել եւ հանել զմիջինն. բանալ. ծակել. պեղել. յատակել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εξορύσσω — και εξορύττω εξόρυξα, εξορύχτηκα, εξορυγμένος, μτβ. 1. σκάβοντας βγάζω κάτι από τη γη, ξεχώνω. 2. αποσπώ κάτι από οπουδήποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)