-
1 εξειργω
I1) изгонять(τινὰ θύραζε Arph.; πληγαῖς τινα Plat.; τὰ λῃστήρια τῆς θαλάσσης Plut.)
2) закрывать доступ, не допускать(τινὰ τῆς ἀγορᾶς Plat.; ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.)
χρόνου καιρὸν ἐ. τινί Soph. — лишать кого-л. удобного случая (действовать);ἐξείργεσθαι τοῦ λέγειν Plut. — быть лишенным права выступать (на собраниях)3) запрещать, мешать(τῶνδ΄ οὐδὲν ἐξείργει νόμος Eur.; πολέμοις οἰκείοις ἐξειργόμενοι Thuc.)
ὅταν μέ ἥ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ Xen. — если не препятствует время годаIIион. ἐξέργω заставлять, принуждать, pass. быть вынужденным(ἀναγκαίῃ Her.; ὑπὸ τοῦ νόμου Her. и τῷ νόμῳ Thuc.)
-
2 ἐξείργω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξείργω
-
3 ἐξείργω
ἐξ-είργω, ausschließen; ἐξ ἀγορᾶς, den Zutritt dazu verwehren; übh. verhindern, verbieten; ἢν ἐξείργωνται πάντων, falls sie von allem abgeschnitten werden sollten; ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος, vom Gesetz eingeschlossen, gezwungen -
4 εξεργω
-
5 ἐξ-έργω
ἐξ-έργω, ion. = ἐξείργω, w. m. s.
-
6 ἐξ-ίλλω
ἐξ-ίλλω, nach Moeris attisch für ἐξείργω, vgl. ἐξείλλω. Bei Xen. Cyn. 6, 15 heißt ἐξίλλουσαι τὰ ἴχνη (v. l. ἐξειλοῦσαι) aufsuchen, aufspüren, vgl. ἐξειλέω.
-
7 ἐξέργω
A :— shut out from a place, debar,ἐξέργειν τινά Hdt.3.51
, etc.; ἐξείργειν τινὰ χθονός, γῆς, E.Heracl.20, 25; ἐξ ἀγορᾶς, ἐκ τοῦ ἄστεος, Pl.Lg. 936c;ἀπὸ τοῦ βήματος Aeschin.1.32
;ἐκ τῶν ἱερῶν Lys.6.16
;ἐκ τοῦ θεάτρου D.21.178
; ἐ. θύραζε drive away and shut him out of doors, Ar.Ach. 825, cf. D.18.169:—[voice] Pass.,ἐξείργεσθαι πάντων Th.2.13
;ἐξειργόμενοι δίκης Plu.Rom. 23
.2 prevent, preclude,καιρὸν ἐ. λόγος S.El. 1292
;τῶνδ' οὐδὲν ἐξείργει νόμος E.Andr. 176
;ἐ. δέει τὸ δίκην λαμβάνειν D.21.124
: abs.,ὅταν μὴ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους ἐξείργῃ X.Oec.4.13
:—[voice] Pass.,πολέμοις ἐξειργόμενοι Th.1.118
;ἐὰν μὴ χρόνῳ ἐξείργηται Arist.Cat. 13a31
: c. inf., to be hindered from doing, D.H.Th.15.3 constrain, compel,τινὰ πληγαῖς Pl.Lg. 935c
:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ ἐξέργεσθαι ἔς τι to be constrained by necessity to undertake a thing, Hdt.7.96: c. inf., ἀναγκαίῃ ἐ. γνώμην ἀποδέξασθαι ib. 139;ὑπὸ τοῦ νόμου ἐξεργόμενος Id.9.111
;νόμῳ Th.3.70
.
См. также в других словарях:
εξείργω — βλ. εξέργω … Dictionary of Greek
εξέργω — ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) [έργω] 1. αποκλείω («τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.) 2. διώχνω κάποιον, τόν κλείνω έξω («τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ ἐξείρξετε;», Αριστοφ.) 3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.) 4. αναγκάζω,… … Dictionary of Greek
ԱՐՏԱԼԱԾԵՄ — (եցի.) NBH 1 0376 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. ἑξείργω excludo, extermino Արտաքսել հալածելով. արտահալածել. ʼի դուրս հանել. ʼի բաց վարել. տարագրել. *Զառաջնորդս սոցա արտալածել ʼի գաւառէն: Արտալածեն եւ զսա ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)