-
1 εξελκυω
ἐξελκύω, ἐξέλκω1) вытаскивать, извлекать(πηνίον παρὲκ μίτον Hom.; φάσγανον κολεοῦ Eur.; τινὰ εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς Plat.; τὸ δόρυ τοῦ σώματος Plut.)
2) волочить(δύστηνον πόδα Soph.)
3) увлекать, понуждать(ἐξελκυσθεὴς παρά τινος Arst.)
4) спасать, избавлять(Ἑλλάδα βαρείας δουλείας Pind.)
-
2 εξελκω...
ἐξέλκω...ἐξελκύω, ἐξέλκω1) вытаскивать, извлекать(πηνίον παρὲκ μίτον Hom.; φάσγανον κολεοῦ Eur.; τινὰ εἰς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς Plat.; τὸ δόρυ τοῦ σώματος Plut.)
2) волочить(δύστηνον πόδα Soph.)
3) увлекать, понуждать(ἐξελκυσθεὴς παρά τινος Arst.)
4) спасать, избавлять(Ἑλλάδα βαρείας δουλείας Pind.)
См. также в других словарях:
εξελκύω — (AM ἐξελκύω) εξέλκω … Dictionary of Greek