-
1 εξαρνητικος
См. также в других словарях:
εξαρνητικός — ἐξαρνητικός, ή, όν (Α) [εξάρνησις] αυτός που τού αρέσει να αρνείται, να εναντιώνεται, να φέρνει αντιρρήσεις, αντιρρητικός («νῡν μὲν γ ἰδεῑν εἰ πρῶτον ἐξαρνητικός», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐξαρνητικός — apt at denying masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)