-
1 εξανευρισκω
1) выискивать, отыскивать, находить(ἐν τοῖς δριμυτάτοις ἄνθεσι τὸ λειότατον μέλι Plut.)
; aor. найти, обнаружить, открыть(ἐξανευρεῖν, sc. τὰ Θησέως ὀστᾶ Plut.)
2) изобретатьοἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν ; Soph. — что это ты выдумываешь?
См. также в других словарях:
εξανευρίσκω — ἐξανευρίσκω (Α) 1. επινοώ, εφευρίσκω («ὦ μῑσος, οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν», Σοφ.) 2. βρίσκω, ανακαλύπτω … Dictionary of Greek
ἐξανευρίσκει — ἐξανευρίσκω invent pres ind mp 2nd sg ἐξανευρίσκω invent pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανεῦρεν — ἐξανευρίσκω invent aor ind act 3rd sg ἐξανευρίσκω invent aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανευρεῖν — ἐξανευρίσκω invent aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξανευρών — ἐξανευρίσκω invent aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀξανευρίσκεις — ἐξανευρίσκεις , ἐξανευρίσκω invent pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)