-
1 εξαμπρεύσομεν
-
2 ἐξαμπρεύσομεν
См. также в других словарях:
ἐξαμπρεύσομεν — ἐξαμπρεύω haul out aor subj act 1st pl (epic) ἐξαμπρεύω haul out fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαμπρεύω — ἐξαμπρεύω (Α) [έξαμπρον] σέρνω έξω, τραβώ («χὤπως ποτ ἐξαμπρεύσομεν τοῡτ ἄνευ κανθηλίου» και πώς θα τό τραβήξουμε αυτό χωρίς υποζύγιο, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek