Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐξαδέλφη

См. также в других словарях:

  • εξάδελφος — και ξάδερφος, ο (θηλ. εξαδέλφη και ξαδέρφη και ξαδέρφισσα) (AM ἐξάδελφος, ο θηλ. ἐξαδέλφη, Α και ἐξάδελφος, η, Μ και ἐξαδέλφισσα) το παιδί τού αδελφού ή τής αδελφής τού πατέρα ή τής μητέρας νεοελλ. α) «πρώτοι εξάδελφοι» παιδιά αδελφών β)… …   Dictionary of Greek

  • братана — БРАТАН|А (2*), Ы с. Племянница: заповѣдающе отъселѣ. свою братаноу на бракъ обьщени˫а. съвъкоуплѩющю. (τῇ οἰκείᾳ ἐξαδέλφῃ) КЕ XII, 58б; аще же иѡановоу братану поимаеть. КР 1284, 339а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδελφοκόριτσο — και αδερφοκόριτσο, το 1. κόρη αδελφού ή αδελφής, πρώτη εξαδέλφη 2. η αδελφή σε αντιδιαστολή με τους άρρενες αδελφούς της …   Dictionary of Greek

  • εύνοστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε… …   Dictionary of Greek

  • θεία — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ουρανού και της Γης, μητέρα του Ηλίου και της Σελήνης. Μαζί με τον αδελφό της και αργότερα σύζυγό της Υπερίωνα, ήταν ένα από τα τρία ζεύγη που προσωποποιούσαν τη δύναμη των βασικών στοιχείων της φύσης. * * * και… …   Dictionary of Greek

  • θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Άβε Μαρία — Λατινική φράση (Χαίρε Μαρία) με την οποία αρχίζει ο πιο γνωστός ύμνος των καθολικών στην Παναγία. Περιλαμβάνει τρία μέρη: α) τον χαιρετισμό του αρχάγγελου Γαβριήλ στην Παναγία «Ave Maria gratia plena, Dominus tecum benedicta tu in mulieribus»… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου …   Dictionary of Greek

  • Βαλουά — I (Valois). Βασιλικός οίκος της Γαλλίας, που είχε την εξουσία από το 1328 έως το 1589, κλάδος του γαλλικού βασιλικού οίκου των Καπετιδών. Η δυναστεία άρχισε με τον Κάρολο, τριτότοκο γιο του Φιλίππου Γ’, στον οποίο το 1285 δόθηκε η κομητεία του Β …   Dictionary of Greek

  • Βούδας — (Buddha). Με το όνομα αυτό αναφέρονται στις ινδικές παραδόσεις ξεχωριστά άτομα, τα οποία, αφού έχουν πετύχει την υπέρτατη πνευματική φώτιση (βόδα), αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεταδώσουν στην ανθρωπότητα τη διδασκαλία για τη σωτηρία της (βούδας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»