Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐν-ύπνιος

См. также в других словарях:

  • εφύπνιος — ἐφύπνιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιμισμένο ή στον νεκρό, νεκρικός, επιτάφιος, επικήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. ευ ύπνιος, καθ ύπνιος] …   Dictionary of Greek

  • καθύπνιος — καθύπνιος, ον (Α) αυτός που συμβαίνει στον ύπνο, απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. εν ύπνιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»