-
1 ενυπνιος
См. также в других словарях:
εφύπνιος — ἐφύπνιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιμισμένο ή στον νεκρό, νεκρικός, επιτάφιος, επικήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. ευ ύπνιος, καθ ύπνιος] … Dictionary of Greek
καθύπνιος — καθύπνιος, ον (Α) αυτός που συμβαίνει στον ύπνο, απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. εν ύπνιος] … Dictionary of Greek