-
1 εντριτωνιζω
шутл. ( по созвучию с τρία и Τριτογενής) растритонивать
См. также в других словарях:
ἐνετριτώνισε — ἐνετρῑτώνισε , ἐν τριτωνίζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνετριτώνισεν — ἐνετρῑτώνισεν , ἐν τριτωνίζω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)