-
1 τριχωμα
1) волосяной покров, волосы Her., Xen., Arst.2) растительность на лице3) шерсть(τὰ τριχώματα τῶν ζῴων Arst.)
-
2 τρίχωμα
το волосы, волосяной покров -
3 τρίχωμα
[трихома] ουσ ο волосы, шерсть (у животных), цвет шерсти. -
4 εντριχωμα
-
5 ουλος
I3эп. = ὅλος См. ολοςII3[ὄλλυμι]1) губительный, несущий гибель(Ἄρης, Ἀχιλλεύς Hom.)
2) роковой(Ὄνειρος Hom.)
3[εἰλύω]1) плотный, толстый(χλαῖναι, τάπητες Hom.)
2) густой(λάχνη Hom.)
; густой, сплошной(γεράνων νέφος Anth.)
3) курчавый(κόμαι Hom.; τρίχωμα Her.)
4) вьющийся или густо растущий(σέλινοι, θρίδακες Anth.)
5) искривленный, кривой(σκέλη Arst.)
6) громкий, сильный(οὖλον κεκλήγοντες κολοιοί Hom.; οὖλα φθέγγεσθαι Plut.)
-
6 τριχωματιον
См. также в других словарях:
τρίχωμα — a growth of hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχωμα — το, ατος το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το σώμα ή μέρος του σώματος ανθρώπου, ζώου, ή φυτού: Το τρίχωμα της γάτας. – Το τρίχωμα της μασχάλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τριχῶ] το σύνολο τών τριχών που καλύπτουν το σώμα τού ανθρώπου ή ενός ζώου ή τον κορμό ενός φυτού μσν. (για προσόψια) η πυκνή και συνεστραμμένη ύφανση … Dictionary of Greek
τριχωμάτων — τρίχωμα a growth of hair neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώμασι — τρίχωμα a growth of hair neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώμασιν — τρίχωμα a growth of hair neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώματα — τρίχωμα a growth of hair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώματι — τρίχωμα a growth of hair neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχώματος — τρίχωμα a growth of hair neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από … Dictionary of Greek