-
1 έργος
ο см. έργο[ν] -
2 Άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο έργος
– Άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο έργοςΛόγω μεν δίκαιος, έργω δε άδικος• На словах одно, а на деле другоеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο έργος
-
3 ακτιν(εν)εργός
η, ό [ός, όν ] радиоактивный -
4 ακτιν(εν)εργός
η, ό [ός, όν ] радиоактивный -
5 αγαθοεργος
2, стяж. ἀγαθουργός 2благодетельный(θεοί Plut.)
οἱ ἀγαθοεργοί — заслуженные граждане (в Спарте 5 старейших всадников, назначавшихся послами заграницу) Her. -
6 αεργος
2бездеятельный или бездельничающий, ленивый(ἀνήρ Hom., Hes.; δόμος Theocr.)
ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά Theocr. — ленивым - вечно праздник -
7 αισυλοεργος
-
8 αμβολιεργος
2любящий откладывать дела, медлительный(ἀνήρ Hes.)
ἀ. τινος и ἔν τινι Plut. — постоянно откладывающий что-л. (на другое время) -
9 αμηχανοεργος
-
10 αμπελοεργος
-
11 ανεργος
-
12 ανυσιεργος
-
13 αξιοεργος
-
14 δημιοεργος
-
15 δημιουργος
эп.-ион. δημιο-εργός ὅ1) мастер, знаток, специалист(οἱ δημιοεργοὴ - μάντις ἢ ἰητέρ κακῶν ἢ τέκτων δούρων ἢ καὴ θέσπις ἀοιδός Hom.; σοφίας Plat.; ἀρετῆς Arst.)
2) ремесленник, мастеровой(ἄνδρες δημιοεργοὴ μέλι ἐκ πυροῦ ποιεῦσι Her.; δημιουργοὴ οἷον ὑφάντης καὴ ναυπηγός Arst.; ὀψοποιοὴ καὴ δημιουργοί Plut.)
πρῶτος ἀποκρίνας χωρὴς εὀπατρίδας καὴ γεωμόρους καὴ δημιουργούς Arst. ap. Plut. — (Тесей), впервые обособивший (сословия) родовой знати, земледельцев и ремесленников;ὄρθρος δ. Hes. — восход, зовущий к труду3) создатель, творец(λόγων Aeschin.; νυκτός τε καὴ ἡμέρας Plat.; νόμων Arst.; ποιημάτων Plut.; πόλις, ἧς τεχνίτης καὴ δ. ὅ θεός NT.)
4) виновник, зачинщик(κακῶν Eur.)
5) (в дор. государствах - высшее должностное лицо) демиург(οἱ ἐν Ἤλιδι δημιουργοί Thuc.; οἱ δημιουργοὴ τῶν Ἀχαιῶν Polyb.)
-
16 δυσεργος
21) трудно исполнимый, затруднительный, трудный(εἰσβολή Polyb.; βοήθεια Plut.)
2) с трудом поддающийся обработке(σίδηρος Plut.)
3) с трудом (плохо) работающий, вялый(τὸ σῶμα - acc. Plut.)
-
17 εκαεργος
2действующий на далекое расстояние, т.е. далекоразящий, по друг. далеко отражающий (бедствия)( эпитет Аполлона) Hom., Pind., Arph., Plut.
-
18 ενεργος
21) работающий, занятый(δικασταί Plat.)
ἐ. εἶναι βουλόμενος Hom., Plut. — ищущий работы;ἐ. γενέσθαι περί τι Polyb. — быть занятым чем-л2) деятельный, боеспособный, неутомимый(στράτευμα Xen.; ὑσσοί Polyb.)
3) подвижный, живой(ζῷα Xen.)
4) стремительный, быстрый(πορεία Polyb.)
5) годный, исправный, в отличном состоянии(νῆες Thuc.; πελέκεις Diod.)
6) годный для обработки, плодородный(χώρα, γῆ Xen.; τόποι Arst.; πεδίον Plut.)
7) производительный, дающий доход(χρήματα Dem.)
8) питательный(τροφή Arst.)
-
19 εντεσιεργος
-
20 ετωσιοεργος
См. также в других словарях:
συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
φίλεργος — η, ο / φίλεργος, ον, ΝΑ, και φιλεργός και φιλοεργός και φιλόεργος και αττ. τ. φιλοῡργος Α αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόπονος, εργατικός αρχ. (το ουδ. στον τ. φιλεργός ως ουσ.) τὸ φιλεργόν η φιλεργία. επίρρ... φιλέργως ΝΜΑ, και φιλεργῶς Α με… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ετωσιοεργός — ἐτωσιοεργός, όν (Α) αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + εργος (< έργο), πρβλ. αγαθο εργός, εν εργός] … Dictionary of Greek
ευξυλοεργός — εὐξυλοεργός, όν (Α) ο επιτήδειος στην κατεργασία τού ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο εργός (< ξύλον + εργός < έργον), πρβλ. αγαθο εργός] … Dictionary of Greek
ηλιτοεργός — ἠλιτοεργός, ov (Α) αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, άν εργος] … Dictionary of Greek
ημίεργος — ἡμίεργος, ον (Α) ημιέργαστος, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + εργος (< έργον), πρβλ. ά εργος, περί εργος] … Dictionary of Greek
θεουργός — ό (AM θεουργός, όν) νεοελλ. αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις μσν. αρχ. αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο εργός … Dictionary of Greek
θρασυεργός — θρασυεργός, όν (Α) αυτός που ενεργεί με θάρρος, ο τολμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + εργός (< έργον), πρβλ. αμπελο εργός, ξυλο εργός] … Dictionary of Greek
ιξοεργός — ἰξοεργός, όν (Α) αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + εργός (< ἔργον), πρβλ. σκοτο εργός φυτο εργός] … Dictionary of Greek
κάτεργος — ο (AM κάτεργος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) το κάτεργο i) (παλαιότερα) αχρηστευμένο και ελλιμενισμένο πλοίο, το οποίο χρησίμευε ως φυλακή καταδίκων ii) κάθε πολεμικό πλοίο, γαλέρα και γενικὼς μεγάλο πλοίο β) φρ. i) «καταδίκη σε κάτεργα» βαριά… … Dictionary of Greek