-
1 αντιοομαι
-
2 εναντιοομαι
(pf. ἠναντιούμην, fut. ἐναντιώσομαι, aor. ἠναντιώθην, pf. ἠναντίωμαι и ἐνηντίωμαι; fut. med.-pass. ἐναντιωθήσομαι) противиться, противодействовать, сопротивляться(τινι Soph., Her., Thuc., Plat., πρός τι Plat., Polyb., Plut. и πρός τινα Plut.)
οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μέ οὐ γεγωνεῖν πᾶν ὅσον προσχρῄζετε Aesch. — я не против того, чтобы рассказать вам все, что вы хотите;πνεῦμ΄ ἐναντιούμενον Soph. — встречный ветер;τὰ πάντα ἠναντιοῦτο αὐτῷ Thuc. — все обстоятельства сложились против него -
3 ἐναντιόομαι
ἐν|αντιόομαι противостоять
См. также в других словарях:
ἀντιουμένην — ἀντιόομαι resist pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιουμένους — ἀντιόομαι resist pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιοῦσθαι — ἀντιόομαι resist pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιούμενοι — ἀντιόομαι resist pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιωθῆναι — ἀντιόομαι resist aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιωθέντος — ἀντιόομαι resist aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιωσόμενος — ἀντιόομαι resist fut part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιώσεσθαι — ἀντιόομαι resist fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιώσονται — ἀντιόομαι resist fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠντιοῦντο — ἀντιόομαι resist imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠντιοῦτο — ἀντιόομαι resist imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)