1 ενυβρισμα
Древнегреческо-русский словарь > ενυβρισμα
2 παροινημα
(ἐνυβρισμά τε καὴ π. Μακεδόνων Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > παροινημα
ενύβρισμα — ἐνύβρισμα, το (Α) το αντικείμενο, ο στόχος, το θύμα τής ύβρεως … Dictionary of Greek
ἐνύβρισμα — victim of outrage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)