Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐντόσθιος

См. также в других словарях:

  • εντόσθιος — (AM ἐντόσθιος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εντόσθια 1. τα σπλάγχνα που βρίσκονται μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα τού ανθρώπου ή τών ζώων, σωθικά 2. (ειδ.) τα σπλάγχνα αρνιού ή η κοιλιά, το συκώτι και η καρδιά τών πουλιών που τρώγονται 3. μτφ. τα …   Dictionary of Greek

  • ἐντόσθιον — ἐντόσθιος intestinal masc/fem acc sg ἐντόσθιος intestinal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντόσθια — τα βλ. εντόσθιος …   Dictionary of Greek

  • ἐντοσθίοις — ἐντόσθια intestinal neut dat pl ἐντόσθιος intestinal masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντοσθίων — ἐντόσθια intestinal neut gen pl ἐντόσθιος intestinal masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντόσθια — intestinal neut nom/voc/acc pl ἐντόσθιος intestinal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»