-
1 εντροπή
-
2 ἐντροπῇ
-
3 εντροπή
-
4 ἐντροπή
-
5 εντροπη
ἥ1) внимание, уважение(ἐντροπέν ἢ φροντίδ΄ ἔχειν τινός Soph.; σπουδέ καὴ ἐ. τινος Polyb.)
2) стыд -
6 ἐντροπή
ἐντροπή, ῆς, ἡ s. ἐντρέπω; as in Gk. lit. gener. only metaph.① the state of being ashamed, shame, humiliation (Diod S 40, 5a; schol. on Apollon. Rhod. 3, 656–63a; Ps 34:26; 68:8, 20) πρὸς ἐντροπήν τινι to put someone to shame 1 Cor 6:5; 15:34.② deference to a pers. in recognition of special status, respect, regard (Soph. et al.; Polyb. 4, 52, 2; Dio Chrys. 29 [46], 4; OGI 323, 7 [II B.C.]; PGM 5, 17; Jos., Ant. 2, 46; 14, 375) πᾶσαν ἐ. τινι ἀπονέμειν pay someone all the respect due him IMg 3:1.—B. 1141. M-M. -
7 εντροπή
-
8 ἐντροπή
{сущ., 2}стыд, позор (1Кор. 6:5; 15:34).▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐντροπή
-
9 εντροπή
{сущ., 2}стыд, позор (1Кор. 6:5; 15:34).▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εντροπή
-
10 ἐντροπή
стыд, позор; син. αἰδώς, αἰσχύνη.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐντροπή
-
11 ἐντροπή
-ῆς + ἡ N 1 0-0-0-7-0=7 Ps 34(35),26; 43(44),16; 68(69),8.20; 70(71),13shame Ps 68(69),8; humiliation Ps 34 (35),26 -
12 ἐντροπή
ἐντροπ-ή, ἡ,A turning towards: only metaph. (cf.ἐντρέπω 11.2
), ἐντροπήν τινος ἔχειν respect for one, S.OC 299, cf. Plb.4.52.2, OGI323.7 (Pergam., ii B. C.), etc.: abs., modesty, Hp.Decent.5, 1 Ep.Cor.6.5, etc.;ἐ. καὶ αἰδώς Iamb.VP2.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντροπή
-
13 ἐντροπή
ἐν-τροπή, ἡ, das Insichgehen, Scham; das sich an etwas Kehren, Achtung -
14 εντροπήι
-
15 ἐντροπῆι
-
16 ἐν-τροπία
ἐν-τροπία, ἡ, = ἐντροπή, Hippocr.; – δόλιαι ἐντροπίαι H. h. Merc. 245, listige Wendungen, Ränke u. Schliche.
-
17 αἰδώς
1. стыдливость, скромность; 2. благоговение, почтение; син. (αἰσχύνη), (ἐντροπή), (σωφροσύνη), (αἰδώς) говорит о благородной или благочестивой стыдливости, которая не позволяет человеку сделать что-либо постыдное.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰδώς
-
18 αἰσχύνη
1. стыд (чувство), позор, бесславие; 2. срам (постыдный предмет или дело), срамота; 3. (п)осрамление, постыдное поведение; син. αἰδώς, ἐντροπή; LXX: (בֹּשֶׂת).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰσχύνη
-
19 σωφροσύνη
благоразумие, сдержанность, здравый смысл, воздержание, целомудрие, рассудительность; син. αἰδώς, αἰσχύνη, ἐντροπή.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σωφροσύνη
-
20 εντροπής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐντροπῇ — ἐντροπή turning towards fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντροπή — turning towards fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντροπή — και ντροπή, η (AM ἐντροπή) 1. η ταπείνωση που προκαλεί η συναίσθηση ενοχής, καταισχύνη, ρεζίλεμα («μισεύγει με την εντροπή και πλιο του δεν εφάνη», Ερωτόκρ.) 2. συστολή από σεβασμό («γεννᾱ γὰρ σέβας ἐντροπή», Σπανέας) νεοελλ. αυτό που προκαλεί… … Dictionary of Greek
ἐντροπῆι — ἐντροπῇ , ἐντροπή turning towards fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντροπῆς — ἐντροπή turning towards fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντροπήν — ἐντροπή turning towards fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
entropión — ► sustantivo masculino MEDICINA Inversión patológica del borde del párpado inferior hacia el globo ocular. * * * entropión (del gr. «entropḗ», vuelta) m. Med. Inversión patológica del borde del *párpado inferior hacia dentro, por causa de… … Enciclopedia Universal
DIVERTICULUM — in Glossis, εντροπὴ, καμπὴ ὁδοῦ, i. e. semita quales a via regia secantur aliorsum. Hinc ad fluvios vox traducta. Geographusineditus Salmas. de Nilo, Currit per milia DXX. nullum ostendit diverticulum. Ubi diverticuli nomine intelligit minores… … Hofmann J. Lexicon universale
GAMMADIUM — quod ad speciem literae Γ. formatum, Trigonus: vestimentum Ecclesiae, fotre ut ex trigoni forma SS. Trinitatem innuerent: quam tamen δ. Litera expressius redderet. Vide Anastas. Biblioth. in Leone III. IV. et Benedicto III. Iudiciale sceptrum τοῦ … Hofmann J. Lexicon universale
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
ιχνάδι — και αχνάδι τό (Μ ἰχνάδιν) ίχνος («ἀγάπην εἶδα μετ αὐτήν, εἶχ ἐντροπῆ ἰχνάδιν», Λίβ. και Ροδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + άδι (πρβλ. κροκ άδι, σκοτ άδι). Ο τ. αχνάδι προήλθε με προληπτική αφομοίωση τού αρκτικού φωνήεντος ι προς το φωνήεν που ακολουθεί … Dictionary of Greek