-
1 ενοίκια
-
2 ἐνοίκια
-
3 ἐν-ύπνιον
ἐν-ύπνιον, τό, das im Schlaf Erscheinende, Traumgesicht, Traumbild; ϑεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλϑεν ὄνειρος, ein göttlicher Traum kam mir im Schlafe als ein Traumbild, Od. 14, 495 Il. 2, 56, wo ἐνύπνιον nur adverb. den Zustand des schlafenden Menschen ausdrückt, ὄνειρος die Erscheinung ist, wie κατ' ἐνύπνιον Ggstz von ὕπαρ Ammian. 1 (XI, 150); vgl. Ar. Vesp. 1218; ὄψις ἐνυπνίου, das Gesicht, das Bild, die Erscheinung, die man im Traume zu sehen glaubt, Her. 5, 55. 8, 54; ὄψις ἐμφανὴς ἐνυπνίου Aesch. Pers. 510; ἐνυπνίῳ πιϑέσϑαι Pind. Ol. 13, 76, wie Plat. Phaed. 81 b; τεκμαίρομαι ἔκ τινος ἐνυπνίου Crit. 44 a; τὸ ἐνύπνιον ἀποτετέλεσται, der Traum ist in Erfüllung gegangen, Rep. IV, 443 b; ἐνύπνιον ἰδεῖν Polit. 290 b u. A.; aus welchen Stellen schon hervorgeht, daß der Unterschied, den Artemid. 1, 1 feststellt, ὄνειρος sei der die Zukunft verkündende Traum, ἐνύπνιον gehöre blos der Gegenwart an, nicht beobachtet ist. – Zweifelhaft ist ὁ τὰ ἐνύπνια ἐν Λυκείῳ γεγραφώς Xen. An. 7, 8, 1, wahrscheinlich zu ändern in ἐνώπια oder ἐνοίκια. Eigentlich ist es neutr. von
-
4 εισπράττω
См. также в других словарях:
ἐνοίκια — ἐνοίκιος in the house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
ενοικολογώ — ἐνοικολογῶ, έω (Α) [ενοικολόγος] συλλέγω, εισπράττω τα ενοίκια (και με αιτ.) παίρνω ενοίκια από («ἐνοικολογῆσαι τὰς οἰκίας», πάπ.) … Dictionary of Greek
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
HABITATIO — apud Suet. Iul. c. 38. Annuam etiam habitationem Romaeusque ad bina milia nummûm, in Italia non ultra quingenos sestertios remisit: τὸ ἐνοίκιον est, pensio sc. quae habitationis causâ penditur. Iurisconsulti etiam obventionem vocant. Et quidem A … Hofmann J. Lexicon universale
καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
κατεβαίνω — (AM καταβαίνω, Μ και κατεβαίνω και κατηβαίνω) 1. βαίνω προς τα κάτω, έρχομαι από υψηλότερο σημείο σε χαμηλότερο, κατέρχομαι (α. «κατεβαίνω τη σκάλα» β. «οὐρανόθεν καταβάς», Ομ. Ιλ.) 2. κατέρχομαι από κάπου (α. «κατέβηκε από το αυτοκίνητο» β.… … Dictionary of Greek
μαζεύω — και μαζεύγω (Μ μαζεύω) 1. συναθροίζω, συλλέγω (α. «μια μέρα τήν εκοίταξε που εμάζευε λουλούδια», Κρυστ. β. «μαζεύει παλαιά γραμματόσημα») 2. συγκεντρώνω («μάζεψαν πολύ κόσμο») 3. εισπράττω («βγήκε πάλι να μαζέψει τα ενοίκια») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek