-
1 ἐννεετηρίς
A nine-year period, Pl.Min. 319e, IG2.985A2, Delph. 3(2).48.8; written ἐννεατηρίς in Vett.Val.337.17;ἐνναετ- Plu.2.293b
; ἐννετ- (v.l. ἐννεατ-) Thphr.HP4.11.2: v. ἐννεαετ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεετηρίς
-
2 εννεετηρίδι
-
3 ἐννεετηρίδι
-
4 ἐνναετηρίς
A v. ἐννεετηρίς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνναετηρίς
-
5 ἐννεατηρίς
A v. ἐννεετηρίς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεατηρίς
-
6 ἡρωίς
2 = ἡρωίνη 11, IG12(7).51 ([place name] Amorgos), Rev.Phil.36.55 ([place name] Iconium), AJP48.33 ([place name] Apamea).II as fem. ofἡρωικός, τιμαί A.R.1.1048
; Epic,AP
9.504.2 (sc. ἐννεετηρίς) nine-yearly festival at Delphi, Plu.2.293c.
См. также в других словарях:
εννεετηρίς — ἐννεετηρίς και ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς και ἐννετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών, εννεαετηρίς, εννεαετία … Dictionary of Greek
ἐννεετηρίδι — ἐννεετηρίς nine year period fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενναετηρίς — ἐνναετηρὶς και ἐννεετηρίς, η (Α) περίοδος εννέα ετών («τρεῑς ἄγουσιν ἐνναετηρίδας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρις, θηλ. τού ηρος*] … Dictionary of Greek
εννεαετηρίδα — και ενναετηρίδα, η (AM ἐννεαετηρίς και ἐνναετηρίς νεώτ. τ. τού ἐννεετηρίς) 1. χρονική περίοδος εννέα ετών, εννεαετία 2. συμπλήρωση εννεαετίας από τη γέννηση ενός προσώπου ή από ένα συμβάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + ετηρίς < έτος + ηρίς, θηλ. τού… … Dictionary of Greek