-
1 ενθουσιαστικός
-
2 ἐνθουσιαστικός
-
3 ενθουσιαστικος
-
4 ενθουσιαστικός
η, ό[ν] вызывающий энтузиазм; воодушевляющий; вдохновляющий; вызывающий восторг -
5 ἐνθουσιαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνθουσιαστικός
-
6 ἐνθουσιαστικός
ἐν-θουσιαστικός, ή, όν, begeistert, schwärmerisch. Akt., begeisternd. Adv., ἐνϑουσιαστικῶς διατιϑέναι, begeistern -
7 ενθουσιαστικά
ἐνθουσιαστικόςinspired: neut nom /voc /acc plἐνθουσιαστικά̱, ἐνθουσιαστικόςinspired: fem nom /voc /acc dualἐνθουσιαστικά̱, ἐνθουσιαστικόςinspired: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
8 ἐνθουσιαστικά
ἐνθουσιαστικόςinspired: neut nom /voc /acc plἐνθουσιαστικά̱, ἐνθουσιαστικόςinspired: fem nom /voc /acc dualἐνθουσιαστικά̱, ἐνθουσιαστικόςinspired: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ενθουσιαστικώτερον
ἐνθουσιαστικόςinspired: adverbial compἐνθουσιαστικόςinspired: masc acc comp sgἐνθουσιαστικόςinspired: neut nom /voc /acc comp sg -
10 ἐνθουσιαστικώτερον
ἐνθουσιαστικόςinspired: adverbial compἐνθουσιαστικόςinspired: masc acc comp sgἐνθουσιαστικόςinspired: neut nom /voc /acc comp sg -
11 ενθουσιαστικών
-
12 ἐνθουσιαστικῶν
-
13 ενθουσιαστικόν
-
14 ἐνθουσιαστικόν
-
15 ενθουσιαστικώτατα
ἐνθουσιαστικόςinspired: adverbial superlἐνθουσιαστικόςinspired: neut nom /voc /acc superl pl -
16 ἐνθουσιαστικώτατα
ἐνθουσιαστικόςinspired: adverbial superlἐνθουσιαστικόςinspired: neut nom /voc /acc superl pl -
17 ενθουσιώδης
ης, ες1) воодушевлённый, вдохновлённый, охваченный энтузиазмом, восторгом;ενθουσιώδεις κραυγαί — восторженные возгласы;
2) см. ενθουσιαστικός -
18 ενθουσιαστική
-
19 ἐνθουσιαστικῇ
-
20 ενθουσιαστικής
См. также в других словарях:
ἐνθουσιαστικός — inspired masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθουσιαστικός — ή, ό (AM ἐνθουσιαστικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική… … Dictionary of Greek
ενθουσιαστικός — ή, ό επίρρ. ά που προκαλεί ενθουσιασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνθουσιαστικά — ἐνθουσιαστικός inspired neut nom/voc/acc pl ἐνθουσιαστικά̱ , ἐνθουσιαστικός inspired fem nom/voc/acc dual ἐνθουσιαστικά̱ , ἐνθουσιαστικός inspired fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικώτερον — ἐνθουσιαστικός inspired adverbial comp ἐνθουσιαστικός inspired masc acc comp sg ἐνθουσιαστικός inspired neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικῶν — ἐνθουσιαστικός inspired fem gen pl ἐνθουσιαστικός inspired masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικόν — ἐνθουσιαστικός inspired masc acc sg ἐνθουσιαστικός inspired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικώτατα — ἐνθουσιαστικός inspired adverbial superl ἐνθουσιαστικός inspired neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικαῖς — ἐνθουσιαστικός inspired fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικοῖς — ἐνθουσιαστικός inspired masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικοί — ἐνθουσιαστικός inspired masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)