-
1 εναισιμος
21) предвещающий, служащий предзнаменованием, вещий(ὄρνιθες Hom.)
ἐναίσιμα μυθήσασθαι Hom. — предсказывать, пророчествовать2) благоприятный, сулящий успех, счастливый(σήματα Hom.)
3) достойный, порядочный(ἀνήρ Hom.)
4) надлежащий, подобающий, приличествующий(δῶρα Hom.; βίος Aesch.)
ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι Hom. — выполнить свой долг5) роковой(δῆρις Plut.)
-
2 εναίσιμος
ος, ον соответствующий, отвечающий требованиям;εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή — кандидатская диссертация
-
3 εναισιος
-
4 διατριβή
η1) местонахождение, пребывание;ποιούμαι τάς διατριβάς — проживать; — пребывать (книжн.);
2) занятие; трата времени, препровождение времени;3) трактат; диссертация; монография;εναίσιμος επί διδακτορία διατριβή — кандидатская диссертация;
υποστηρίζω την διατριβή — защищать диссертацию;
4) памфлет
См. также в других словарях:
ἐναίσιμος — ominous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… … Dictionary of Greek
εναίσιμος — η, ο 1. που αρμόζει, που πρέπει, κατάλληλος. 2. φρ., «εναίσιμη διατριβή», βλ. διατριβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναισίμως — ἐναίσιμος ominous adverbial ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναίσιμον — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc sg ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναισίμοις — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναισίμους — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναισίμῳ — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναίσιμα — ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναίσιμοι — ἐναίσιμος ominous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek