-
1 εναλλάξαι
ἐναλλάσσωexchange: aor inf actἐναλλάξαῑ, ἐναλλάσσωexchange: aor opt act 3rd sgἐναλλάσσωexchange: aor inf actἐναλλάξαῑ, ἐναλλάσσωexchange: aor opt act 3rd sg -
2 ἐναλλάξαι
ἐναλλάσσωexchange: aor inf actἐναλλάξαῑ, ἐναλλάσσωexchange: aor opt act 3rd sgἐναλλάσσωexchange: aor inf actἐναλλάξαῑ, ἐναλλάσσωexchange: aor opt act 3rd sg -
3 μετα-χειρίζω
μετα-χειρίζω, handhaben, unter die Hände nehmen u. behandeln, betreiben; χρήματα, Her. 3, 142; πρῶτοι οἱ Κορίνϑιοι λέγονται ἐγγύτατα τοῦ νῦν τρόπου μεταχειρίσαι τὰ περὶ τὰς ναῦς, Thuc. 1, 13, wo der Schol. unnöthig ἐναλλάξαι erklärt, sie sollen zuerst die Schiffsangelegenheiten, Schiffsbau und Lenkung beinahe so gehandhabt haben, wie es jetzt üblich ist; τὰ δημόσια, 6, 16; οἱ Συρακούσιοι χαλεπῶς αὐτοὺς μετεχείρισαν, sie behandelten sie hart, 7, 87; einzeln bei Sp. – Gew. im med., in die Hand nehmen, anfassen; τινός, Plat. Parm. 130 d; καὶ ἅπτεσϑαι χρυσοῦ, Phaedr. 240 d; φονέα, ihm die Hand reichen, Antiph. 1, 20: handhaben, ὁ σὸς νοῦς τὸ σῶμα μεταχειρίζεται ὅπ ως βούλεται, Xen. Mem. 1, 4, 17; τόξον, Plut.; bes. eine Sache, ein Geschäft besorgen, behandeln, καλῶς γ' ἂν οὖν τι πρᾶγμα – μεταχειρίσαιο χρηστῶς, Ar. Equ. 344; τέχνην, ἀστρονομίαν u. ä., Plat. Prot. 316 d Rep. VII, 529 a u. öfter; πόσιν, Antiph. 1, 20; τὰς μεγίστας τιμὰς καὶ ἀρχὰς ἐν τῇ πόλει μετακεχείρισται, Plat. Tim. 20 a; auch pass., μεταχειρισϑῆναι τὸ λόγων γένος πέφυκε, Phaedr. 277 c; Sp., auch = verwalten, Pol. ὁ τὰ τῆς βασιλείας πράγματα μεταχειριζόμενος, 16, 21, 1; τὰ κοινά, Luc. Gymnas. 21. – Auch Menschen, ὅταν ἡ πόλις μεταχειρίζηται ὡς ἀδικοῦντα, wie einen Uebelthäter behandeln, Plat. Gorg. 519 b; τοὺς συγγενεῖς, Dem. Lpt. 109, von einer schlechten Behandlung; – auch ὅπως ὡς ἀλυπότατα μεταχειριοῦνται τὸ πάϑος, Lys. 24, 10, behandeln; u. so von Aerzten, Plat. Rep. III, 408 d u. Sp.
-
4 εναλλασσω
атт. ἐναλλάττω1) изменять(νῦν δ΄ ἐνήλλαξεν θεός Soph.)
τὰ φυτὰ ἐναλλάττονται τῇ διαφορᾷ τῶν τόπων Arst. — растения изменяются в зависимости от особенностей мест;τὰς μεταβολὰς ἐνηλλαγέναι Polyb. — испытать изменения2) заменять, сменятьτί δ΄ ἐνήλλακται τῆς εὐμαρίας βάρος! Soph. — какая скорбь сменила (прежнее) благополучие!
3) обменивать4) заменять, подменивать5) pass. находиться в торговых связях, торговать(ἐναλλαγῆναί τινι Thuc.)
6) перекрещиваться(αἱ φλέβες ἐναλλάσσουσαι Arst.)
-
5 κρίθων
κρίθων ( κρίθον cod.): ἐπώνυμον ἀνδροκιδάλου, Hsch. [full] κρίκα· κρίκον, Id. [full] κρικαδιᾶν· τὸ ἐναλλάξαι τοὺς δακτύλους ὥσπερ κρίκους ([.]ρυβούς cod.), Id., cf. [full] κρικαδίαν (acc. sg.), Sch.Il.23.34. [full] κρίκε,A v. κρίζω.
См. также в других словарях:
ἐναλλάξαι — ἐναλλάσσω exchange aor inf act ἐναλλάξαῑ , ἐναλλάσσω exchange aor opt act 3rd sg ἐναλλάσσω exchange aor inf act ἐναλλάξαῑ , ἐναλλάσσω exchange aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)