-
1 ενέζευξας
-
2 ἐνέζευξας
-
3 ἐν-ζεύγνῡμι
ἐν-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), hineinbinden, einjochen; τί ποτε ταῖςδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῠσαν ἐν πημοναῖσιν, hast sie mit Leid beladen, Aesch. Prom. 579; eigtl., ἄρϑρα ἐνζεύξας ποδοῖν, in Fesseln eingezwängt, Soph. O. R. 718; ἐνιζευχϑέντες ταῠροι, angejocht, Ap. Rh. 1, 686.
-
4 ἔν-τροφος
ἔν-τροφος, darin ernährt, erzogen; ὕλῃ, im Walde, Ap. Rh. 1, 1117; αἰγιαλῶν Antiphil. 41 (IX, 242). Uebertr., παλαιᾷ ἔντροφος ἁμέρᾳ Soph. Ai. 613, d. i. alt, Schol. πολυετής; μόχϑῳ τῷδ' ἐνέϑηκας ἔντροφον O. C. 1364, du hast mich in das Elend gestürzt, Schol. ἐνέζευξας. – Ὁ Σαλαμῖνος ἔντροφος, der Zögling von Salamis, Eur. I. A. 288; vgl. Arist. bei D. L. 5, 8.
-
5 ἐνζεύγνυμι
II metaph., involve in, ; τί ποτέ μ'.. ἐνέζευξας.. ἐν πημοσύναις; ib. 578 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνζεύγνυμι
-
6 ἐνζεύγνῡμι
ἐν-ζεύγνῡμι, hineinbinden, einjochen; τί ποτε ταῖςδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῠσαν ἐν πημοναῖσιν, hast sie mit Leid beladen; eigtl., ἄρϑρα ἐνζεύξας ποδοῖν, in Fesseln eingezwängt; ἐνιζευχϑέντες ταῠροι, angejocht
См. также в других словарях:
ἐνέζευξας — ἐνζεύγνυμι yoke aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)