-
1 εμπιπρημι
(impf. ἐνεπίμπρην, fut. ἐμπρήσω - эп. ἐνιπρήσω, aor. ἐνέπρησα, pf. ἐμπέπρηκα; pass.: aor. ἐνεπρήσθην, pf. ἐμπέπρησμαι и ἐμπέπρημαι)(тж. ἐ. πυρί, реже πυρός Hom.) зажигать, поджигать, сжигать (νῆας, ἄστυ Hom.; τὸν νηόν Her.; οἰκίαν Arph.; τὸ οἴκημα Xen.)
; pass. гореть, сгорать(ὅ ὀπισθόδομος ἐνεπρήσθη Dem.; ὕλη ἐμπεπρησμένη Arst.)
-
2 εμπιπραω
(только impf. ἐνεπίμπρων Xen., part. ἐμπιπρών и inf. praes. ἐμπιπρᾶν Plut.) = ἐμπίπρημι См. εμπιπρημι -
3 εμπρηθω
эп. ἐνιπρήθω (impf. ἐνέπρηθον, fut. ἐμπρήσω, aor. ἐνέπρησα)1) (= ἐμπίπρημι См. εμπιπρημι) поджигать, сжигать(ἄστυ Hom.; τὸν ναύσταθμον Plut.)
2) опалять или коптить(ἐμπεπρημένη ὗς Arph.)
3) дуть, веятьἐν δ΄ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Hom. — ветер подул в середину паруса
-
4 συμπιπρημι
См. также в других словарях:
εμπίπρημι — ἐμπίπρημι (AM) βλ. εμπίμπρημι … Dictionary of Greek
ἐμπίπρημι — ἐμπίμπρημι b pres ind act 1st sg ἐμπιπράω b pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπίμπρημι — ἐμπίμπρημι και ἐμπίπρημι (AM) 1. πυρπολώ 2. παθ. εξοργίζομαι … Dictionary of Greek
παρεμπίπραμαι — Α φλογίζω, ανάβω με προστριβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐμπίπρημι «ανάβω»] … Dictionary of Greek
υπεμπίπρημι — Α υποκαίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐμπίπρημι «καίω, πυρπολώ»] … Dictionary of Greek
ՀՐՁԻԳ — (հրձիգք.) NBH 2 0142 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 11c ա.գ. Որպէս Հրընկէց. հրկիզօղ. συμφλέγων comburens. *Պատեաց զնոսա պատերազմ, եւ շուրջ զնոքօք հրձիգք. Ես.: ՟Խ՟Բ. 25: Որպէս Հրկիզեալ. այրեցեալ. πυρίκαυστος igne… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)