-
1 εμπίπτει
ἐμπί̱πτει, ἐμπίτνωfall upon: pres ind mp 2nd sgἐμπί̱πτει, ἐμπίτνωfall upon: pres ind act 3rd sg -
2 ἐμπίπτει
ἐμπί̱πτει, ἐμπίτνωfall upon: pres ind mp 2nd sgἐμπί̱πτει, ἐμπίτνωfall upon: pres ind act 3rd sg -
3 εμπίπτει
потпаѓаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εμπίπτει
-
4 εμπιπτω
(fut. ἐμπεσοῦμαι, aor. 2 ἐνέπεσον, pf. ἐμπέπτωκα)1) (на или во что-л.) падать(πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, но ἐν ὕλῃ Hom.; εἰς τάφρους Xen.; εἰς τὰ κάτω τῆς γῆς Arst.)
2) попасть, очутиться(εἰς ἀνάγκης ζεύγματα Eur.; ἐν χωρίῳ τινί Xen.)
εἰς ἀπορίαν и ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι Plat. — оказаться в затруднительном положении;ἐπὴ συμφορέν ἐμπεσεῖν Her. — стать жертвой несчастного случая;ἐμπεσεῖν εἰς ἔριν Eur. — поссориться;πρὸς ἔρωτά τινος ἐμπεσεῖν Luc. — полюбить кого(что)-л.;εἰς δικαστήριον ἐμπεσεῖν Plat. — оказаться под судом;ἐπ΄ ἀρρωστίαν ἐ. Arst. — впасть в угнетенное состояние:εἰς τὸ ἀρχεῖον ἐ. Arst. — прийти к власти;ἐμπεσεῖν πρός τι (sc. εἰς τὸ δεσμωτήριον) Dem. — попасть за что-л. в тюрьму;εἰς ἐλπίδας κενὰς ἐμπεσεῖν Plut. — поддаться ложным надеждам;εἰς ὑποψίαν ἐμπεσεῖν Plut. — подпасть под подозрение;ἃ εἰς τέν αἴσθησιν ἐμπίπτει Plat. — то, что воспринимается чувствами;λόγος ὃς ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοί Soph. — весть, которая только что дошла до меня;τοῖς Ἀθηναίοις ἐνέπεσέ τι γέλωτος Thuc. — афинянам стало немного смешно3) врываться, вторгаться(στέγῃ Soph., εἰς τέν θύραν Arph.; τάχιστα ἐμπεσεῖν Aesch.)
4) натыкаться, встречатьсяτὰ πλειστάκις ἐμπίπτοντα τῶν προβλημάτων Arst. — наиболее часто встречающиеся вопросы5) нападать, обрушиваться(τοῖς πολεμίοις Xen.; μεγάλῳ κτύπῳ καὴ κλύδωνι Plut.; εἴς τινα Luc.)
ἐμπεσὼν χειμάρρῳ ποταμῷ ἴκελος Her. — стремительный, как бурная река;ἐν δ΄ ἔπεσ΄ ὑσμίνῃ Hom. — он ринулся в бой6) нападать, охватывать, овладевать(χόλος ἔμπεσε θυμῷ Hom.; ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι Eur.)
ἐμοὴ οἶκτος ἐμπέπτωκε τοῦδ΄ ἀνδρός Soph. — меня охватила жалость к этому человеку;ὕπνος ἐμπίπτει Plat. — наступает сон;ἀθυμίας δεινῆς πρὸς τὸν οἰωνὸν ἐμπεσούσης Plut. — так как (их) объял страх перед знамением7) поражать, постигать(κακὸν ἔμπεσεν οἴκῳ Hom.; ἐς τέν πόλιν ἐνέπεσε ἥ νόσος Thuc.; νόσημα ἐμπίπτει εἰς τοὺς ἰχθῦς Arst.; λοιμὸς ἐμπίπτει Plut.)
8) ( о речи) заходить, касатьсяἐμπεπτωκότος λόγου περὴ νόμων Plat. — раз речь зашла о законах;
λόγου τινὸς ἐμπεσόντος Plut. — если завяжется какая-л. беседа;ἐμπεσὼν εἰς τὰ πεπραγμένα τοῖς προγόνοις ὑμῶν Dem. — поскольку я завел речь о деяниях ваших предков -
5 ἐμ-πίπτω
ἐμ-πίπτω (s. πίπτω), hinein-, darauffallen; τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od. 4, 508; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Feuer fiel in die Schiffe, wie ὕλῃ Il. 11, 155; στέγῃ, ins Haus, Soph. O. R. 1262; ὁ πύργος ἐμπέσοι γέ σοι Ar. Plut. 180; εἰς ἀλλήλας Nubb. 378; εἰς τὸ πῦρ Plat. Tim. 79 e; εἰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν Plat. Theaet. 174 c; so oft übertr., in Etwas gerathen, bes. ins Unglück od. in unangenehme Lage, u. unvermuthet; εἰς ἄτας Soph. Tr. 1243; ἐς άνάγκης ζεύγματα Eur. I. A. 443; εἰς φαῦλον σκέμμα Plat. Rep. IV, 435 c; εἰς ϑαυμαστὸν λόγον Legg. X, 888 d; εἰς φλυαρίαν Parm. 130 d; εἰς δικαστήριον Rep. VIII, 553 b; εἰς δίνην, λαβύρινϑον, in einen Strudel gerathen, Crat. 439 c Euthyd. 291 b; εἰς ἔριν, in Streit ge »rathen, Eur. I. A. 377. Auch ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι, in eine Verlegenheit gerathen sein, Plat. Euthyd. 292 c; ἐν τοιούτῳ χωρίῳ (auch hier das perf.) Xen. Hell. 4, 5, 5; ἐπὶ συμφορήν Her. 7, 88; εἰς ἔρωτα Antiphan. Ath. II, 38 b; πρὸς ἔρωτά τινος, in Liebe zu Etwas verfallen, Luc.; εἰς ἐλπίδα Philem. inc. 69. – Auch umgekehrt, κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις, wenn die Rede darauf kommen sollte, Ar. Lys. 858, wie Plat. Legg. VII, 799 d; Plut. Anton. 28. – Von Krankheiten, befallen, z. B. von der Pest, εἰς τὴν πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπεσε Thuc. 2, 48; νόσημα εἰς τὴν Ἑλλάδα Dem. 19, 259; aber εἰς νόσον ἐμπ., in eine Krankheit verfallen, Antiph. 1, 20; λοιμῶν ἐμπιπτόντων Plat. Legg. IV, 709 a; ähnl. ὕπνος ἐμπίπτει Tim. 45 e. Uebertr. auf Affecte, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε ϑυμῷ Il. 9, 436, Zorn ergriff sein Gentüth; δέος 17, 625; ἔρως στρατῷ Aesch. Ag. 332; φόβος, ταραγμός, Eur. Hipp. 1218 Hec. 857; φόβος εἰς τὸν νοῠν Philem. Stob. fl. 99, 5; vgl. Thuc. 2, 91. 4, 34; οἶκτος ἐμοὶ ἐμπέπτωκε Soph. Phil. 953; ζῆλος O. C. 946; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid. Ath. VI, 230 a; ἀσέβειαι Plat. Legg. X, 890 a; ἔρως φιλοσοφίας Rep. VI, 499 c; – ἃ εἰς τὴν αἴσϑησιν ἐμπίπτει, was in die Sinne fällt, Plat. Rep. VII, 524 d; – εἰς δεσμωτήριον Din. 2, 9 Dem. 25, 60 u. A., ins Gefängniß geworfen werden; εἰς ζητρεῖον ἐμπεσών Eupol. bei E. M. 411, 35; – einfallen, einstürmen; ὑσμίνῃ Il. 11, 297; προμάχοισιν Od. 24, 526; αὐχένι ἔμπεσεν ἰός, der Pfeil drang in den Nacken. Vom Sturme, Hes. O. 509; τοῖς πολεμίοις Xen. u. A.; ohne Casus, blindlings hineinstürmen, Her. 3, 81; εἴς τινα, über Einen herfallen, Luc. u. a. Sp. – Bei Sp. oft vom plötzlichen Eintreten eines neuen Zustandes, Paus. 7, 8, 3. Vgl. ἐμπίτνω.
-
6 νόσος
νόσος, ἡ, ion. u. ep. νοῦσος, Krankheit; Seuche, die ein zürnender Gott schickt, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, Il. 1, 10; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φϑίσϑαι, 13, 667, Ggstz des schnellen Todes, vgl. 670 u. Od. 11, 172; ἐν νούσῳ κεῖται, 5, 395; οὔτις μοι νοῠσος ἐπήλυϑε, 11, 200; ἰατῆρα ϑερμᾶν νόσων, Pind. P. 3, 66; βαρειᾶν νόσων ἀκέσματα, 5, 63; παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων, 3, 7; ἐς νόσον πεσών, wie auch wir sagen: in eine Krankheit verfallen, Aesch. Prom. 471. 476 (εἰς νόσον ἐμπίπτει, Antipho 1, 20); νόσος φρενῶν, Pers. 736, u. oft übertr. von allen Leidenschaften; Soph. vom Wahnsinn, Ai. 59, ϑεία νόσος, 185, ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον, 447; von der Liebe, Tr. 445. 491 u. öfter bei Eur.; – ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη, Her. 1, 22; ἐκφυγὼν τὴν νοῦσον, ib. 25; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c; τῆς μεγίστης νόσου ἀνοίας πληρωϑεῖσα αὑτῆς τὴν διάνοιαν, Legg. III, 691 c, die Sucht, von heftiger Begierde, Theaet. 169 b u. ähnliche Stellen zeigen, wie geläufig die Uebertragung auf geistige Uebel war; er sagt auch τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως, Prot. 322 d, u. vrbdt κάμνειν ἐν νόσοις, Phil. 45 a, wie κάμνειν τὰς νόσους, Rep. III, 408 e; Xen. u. Folgde überall.
-
7 θάρσος
θάρσος, τό, ion. u. altatt., von Plat. an ϑάῤῥος (vgl. auch ϑράσος), Muth, Zuversicht, Kühnheit; μένος καὶ ϑάρσος, Il. 5, 2 u. öfter; ϑάρσος ἐνὶ φρεσὶ ϑῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων Od. 6, 140. Dreistigkeit, Frechheit, μυίης Il. 17, 570; 21, 395; Pind. P. 5, 111; Tragg. u. Prosa; ϑάρσος ἴσχε, = ϑάῤῥει, Soph. Phil. 796; Plat. Legg. I, 644 c sagt φόβος μὲν ἡ πρὸ λύπης ἐλπίς, ϑάῤῥος δὲ ἡ πρὸ τοῦ ἐναντίου; oft mit ἀνδρεία zusammen, Prot. 351 a Conv. 192 a; Arist. stellt die ἀνδρία in die Mitte zwischen φόβος u. ϑάῤῥος, Eth. 3, 6, vgl. rhet. 2, 5; ϑάῤῥος πολεμίων, gegen die Feinde, Plat. Legg. I, 647 b; πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. Cyr. 4, 2, 15; ϑ. ἐμποιεῖν τινι, einflößen, An. 6, 3, 17; παρασχεῖν Thuc. 6, 68; λαμβάνειν, Muth fassen, 2, 97; anders τοὺς Ἀϑηναίους ϑάρσος ἔλαβε 2, 92, wie ϑ. ἐγγίγνεταί τινι Xen. Cyr. 4, 2, 15, ἐμπίπτει Hell. 7, 1, 21. – Bei Aesch. auch was Muth macht, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, ϑάρσος φίλοις Spt. 248.
-
8 ἐν-δοιάζω
ἐν-δοιάζω ( ἐν δοιῇ, vgl. Buttm. Lexil. I p. 102), daran zweifeln, Bedenken tragen, Thuc. 6, 91; c. inf., 1, 36; pass., ὃ καὶ λόγῳ ἐνδοιασϑῆναι αἰσχρόν 1, 122; Sp., τῇ γνώμῃ, er schwankte, Plut. Sull. 9; πρᾶγμα ἐνδοιαζόμενον ἐμπίπτει Dion. Hal. 7, 59; μηδὲν ἐνδοιάσας, ohne Bedenken, Luc. – Bei Parth. 9, 4 hat ἐνδοιασϑεῖεν activ. Bdtg. – Adj. verb. ἐνδοιαστός, bezweifelt, zweifelhaft, Hippocr. u. A.; auch adv. ἐνδοιαστῶς, Thuc. 8, 87; bei Her. 7, 174 Ggstz von προϑύμως; Sp.
-
9 ἔν-νοια
ἔν-νοια, ἡ, der Gedanke, die Vorstellung, der Begriff; χρόνου Plat. Tim. 47 a; ἐν ταῖς περὶ τὸ ὃν ὄντως ἐννοίαις Phil. 59 d; die Bedeutung, ὀνομάτων Galen., D. C. 69, 21; – das Nachdenken, die Erwägung; περὶ τοῠτ' ἔχειν ἔννοιαν, ὅπως Plat. Legg. VI, 769 e; Xen. Cyr. 1, 1, 1; ἔννοια αὐτῷ ἐμπίπτει An. 3, 1, 13; λαβεῖν τινος, woran denken, Eur. Hipp. 1027; Dem. 11, 20; bei Pol. auch = sich eine Vorstellung machen, vermuthen, im Ggstz von ἐπιστήμην καὶ γνώμην ἀτρεκῆ ἔχειν, 1, 4, 9; εἰς ἔννοιαν ἔρχεσϑαί τινος, erkennen, 1, 57, 4; – Ansicht, Meinung, τὰς αὐτὰς ἐννοίας ἔχειν περί τινος D. Sic. 14, 56; τοιαύτην ἔννοιαν ἐμποιεῖν τινι, eine Gesinnung einflößen, Isocr. 5, 150.
-
10 θαρσος
1) смелость, отвага(θ. μὲν ἀπὸ τέχνης γίνεται, ἀνδρεία δὲ ἀπὸ φύσεως Plat.; ἥ ἀνδρεία μεσότης περὴ φόβους καὴ θάρρη Arst.)
θ. πολεμίων Plat. и πρὸς τοὺς πολεμίους Xen. — смелость перед лицом врагов;θ. ἐμπνέειν, διδόναι, ἐνὴ φρεσὴ θεῖναι, ἐν κραδίῃ βάλλειν, ἐνὴ στήθεσσιν ἐνιέναι Hom., θ. παρέχειν Thuc., ἐμποιεῖν Xen. — внушать отвагу, придавать бодрости;θ. λαμβάνει τινά Thuc. или ἐγγίγνεται (ἐμφύεται и ἐμπίπτει) τινί Xen. — смелость просыпается в ком-л., чувство уверенности в себе охватывает кого-л.;θ. λαβεῖν NT. — (при)ободриться2) источник бодрости, поднимающая отвагу силаὀλολυγμὸς θ. φίλοις Aesch. — боевая песнь, поднимающая дух у друзей
3) смелый шаг, дерзание(αἰσχρὰ θάρρη θαρρεῖν Plat.)
4) дерзость, наглость(θ. ἄητον Hom.)
5) назойливость(μυίης Hom.)
-
11 εμπίπτω
(αόρ. ενέπεσα) αμετ.1) падать (куда-л.); 2) попадать;εμπίπτω εις ενέδραν (παγίδα) — попасть в западню (в ловушку);
εμπίπτω εις δυστυχίας — попасть в беду;
3) юр. подпадать под действие;τό αδίκημα εμπίπτει εις τάς διατάξεις τού νόμου — правонарушение подпадает под действие закона;
§ εμπίπτω εις σφάλμα — впадать в ошибку, совершать ошибку, оплошность
-
12 θάρσος
θάρσος, [dialect] Att. [full] θάρρος, [dialect] Aeol. [full] θέρσος (q.v.), εος, τό, ([etym.] θρασύς)A courage, Il.6.126; θ. τινός courage to do a thing, A.Ch.91, S.OC48: c. gen., courage against.., ;πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyr. 4.2.15
; θ. ἴσχε take courage! S.Ph. 807;θ. ἔχειν περί τινος Id.El. 412
;φρεσὶ θ. ἀέξειν Hes.Sc.96
;αἴρειν πρός τι E.IA 1598
;λαβεῖν Act.Ap. 28.15
; butθ. ἔλαβέ τινας Th.2.92
;θ. ἐμπνέειν Od.9.381
;ἐνὶ φρεσὶ θεῖναι 3.76
; τῷ δ' ἐνὶ θυμῷ θῆκε.. θ. 1.321;ἐν κραδίῃ βάλλειν Il.21.547
; παρασχεῖν, ἐμποιεῖν τινι, Th.6.68, X.An.6.5.17; θ. ἐγγίγνεται, ἐμπίπτει τινί, Id.Cyr.4.2.15, HG7.1.31;ἐμφύσεται Id.Cyr.5.2.32
;οὔτ' ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ θ. παρ' ἡμῖν ὡς.. E.Hec. 371
: pl.,φόβοι καὶ θάρρη Arist.EN 1107a33
, cf. Pl.Prt. 360b.2 that which gives courage,ὀλολυγμόν.., θάρσος φίλοις A.Th. 270
, cf. 184: pl., θάρση grounds of confidence, E.IT 1281 (lyr.).II rarely in bad sense, = θράσος, audacity,θάρσος ἄητον ἔχουσα Il.21.395
; μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν the reckless persistence of a fly, 17.570.—On the diff. of θάρσος and θράσος, v. θράσος. -
13 ταραχή
A disorder, physiological disturbance or upheaval, Sor.1.105, 2.59;τοῦ πνεύματος Id.1.46
; ἡ ἀπὸ τῆς φλεβοτομίας τ. Id.2.11; esp. of the bowels,τῆς κοιλίης Hp.Coac. 205
;οὐδὲ θόρυβόν τινα ἢ τ. ἐν τῇ κοιλίᾳ ποιεῖ Gal.6.825
.2 of the mind,αἱ φρενῶν ταραχαί Pi.O.7.30
; ἀνωμαλία καὶ τ. Isoc.2.6;ἐν πολλῇ τ. καὶ φόβῳ ὄντας Th.3.79
;τ. παρέχειν Pl.Phd. 66d
, cf. R. 602c; ἐν οἵαις ἦν τ. D.18.218; πολλὴν ἔχει τ. Arist.Pol. 1268b4;τ. μειρακιώδους μεστός Isoc.12.230
;ταραχῆς γέμων Epicur.Sent.17
, cf. Phld. Ir.p.56 W.(pl.); διανοίας ἰσχυρὰ τ. Sor.1.46;τὴν τ. τοῦ ὀφθαλμοῦ Thphr.Sens.81
.4 political confusion, tumult, and in pl. tumults, troubles,πολλὴ τ. περὶ τῶν τιμέων ἐγένετο Id.4.162
, cf. 6.5; ἐν τῇ τ. Id.3.150;αἱ τ. γεγενημέναι ἦσαν Lys.12.53
;τ. ἐγγίγνεταί τισι Is.4.5
;τ. ποιεῖν τισι Th.7.86
;ἐς τ. καθιστάναι τινάς Id.4.75
, cf. Isoc.6.107, etc.;εἰς τ. προκαθεῖναι τὴν πόλιν D.14.5
;ἐν τ. καθεστηκέναι Isoc.12.233
;ἐν ταραχαῖς εἶναι Id.4.138
;ταραχῆς τε καὶ ἀνομίας μεστὴν πολιτείαν Pl.Alc.2.146b
, cf. Isoc.3.31;τ. καθίστατο τῶν ξυμμάχων πρὸς τὴν Λακεδαίμονα Th.5.25
, cf. D.18.18;τ. ἐμπίπτει Aeschin.3.81
; τ. διαλύειν, κατασβεννύναι, Isoc.4.134, X.Cyr.5.3.55; of rebellions or civil wars in Egypt, OGI90.20 ([place name] Rosetta), Wilcken Chr.9.11, 167.14, Mitteis Chr. 31 v 29 (all ii B.C.): = Lat. tumultus, Plu.Caes.33. -
14 φόβος
A panic flight, the usual sense in Hom., cf. Sch. Il.11.71 (but cf.φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2
); once in Od.,οἱ δ' ἔσχοντο φόβου 24.57
; freq. in Il.,Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φ. τε 15.396
;πρῶτος Πηνέλεως.. ἦρχε φόβοιο 17.597
;ἐς φόβον ἀνδρῶν 15.310
; φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε ib. 666; ; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel not to flight, 5.252;ἀΐξαντα φόβονδε 17.579
;ὦρσαν φόβον Δαναοῖς B.12.145
.2 Φόβος personified, as son of Ares, Il.13.299;Δεῖμός τε Φ. τε 11.37
, cf. 4.440, 15.119, Hes.Th. 934, A.Th.45; worshipped at Selinus, IG14.268.2.II panic fear,[στρατῷ] φ. ἐμβάλλειν Hdt.7.10
.έ; ἐν τῷ γινομένῳ φ. Id.9.69
; generally, fear, terror (distd. from δέος (q.v.)),τορὸς ὀρθόθριξ φ. A.Ch.32
(lyr.);διάτορος φ. Id.Pr. 183
(lyr.);ταρβόσυνος Id.Th. 240
(lyr.); ; joined with δέος and δεῖμα, v. sub vocc.; opp. θάρρος, Pl.Lg. 644c; sts. in milder sense, doubt, scruple, Pl.Phd. 101b; ἔχει πολλὴν ὑποψίαν καὶ φ. ὡς .. Id.Sph. 268a: also, awe, reverence, for a ruler or divine being,τοῦ ἡγεμόνος POxy.1642.17
(iii A.D.); , PLond.2.418.4 (iv A.D.): .—Construction, a. c. gen. obj., fear or dread of.., A.Pers. 116 (lyr.), Th.3.54, etc.;φ. τοῦ στρατεῦσαι X.An.3.1.18
: c. dupl.gen.,ὀμμάτων εἰληφότας φόβον.. τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου S.OC 730
: with Preps.,φ. ἀπό τινος X.An.7.2.37
codd.;ὁ ἀπὸ τῶν πολεμίων φ. Id.Cyr.3.3.53
;οὑξ ὀνειράτων φ. A.Ch. 929
;πρός τινος S.El. 783
;πρός τινας D.16.10
, 25.93; φ. περὶ τοῦ καρποῦ fear for or concerning.., Th.4.88;φ. ἑκάστων πέρι Pl.Phlb. 20b
;ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Th.7.41
;τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. X.An.1.2.18
; τῷ καθ' ἑαντὸν φ. from personal fear, D.19.2: c. inf., φόβῳ εἰσορᾶν from fear to see, E.IT 1342:—for τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, v. θνῄσκω 1.2.b with Verbs,τεύχειν φόβον A.Pr. 1090
(anap.);κλάζουσι κώδωνες φ. Id.Th. 386
;φ. ποιεῖν τοῖς ἵπποις X.An. 1.8.18
; , etc.;παρασκευάζειν D.59.86
; φόβους ἐμβάλλειν, φόβον ἐνθεῖναί τινι, to strike terror into one, X.Cyr.8.7.18, An.7.4.1;ἐνεργάσασθαί τινι Isoc.7.38
, 11.25;ἔδωκ' Ἀπόλλων θῆρας φόβῳ Pi.P.5.61
; of the person who feels fear, φόβον λαβεῖν, ἔχειν, E.El.39, X.Hier.11.11;ἐκ φόβου φ. τρέφω S.Tr.28
: acc. cogn., φόβους φοβεῖσθαι, δεδοικέναι, Pl.Prt. 360b, E.Supp. 548; τὸν σὸν οὐ ταρβῶ φ. I fear not with thy fear, i.e. not like thee, S.Ph. 1251; Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Sch.E.Or.6;ἐς φ. κατιστέατο Hdt.8.12
, cf. Th.2.81;ἐν φ. γενέσθαι Pl.R. 578e
;φ. μ' ἔχει A.Ag. 1243
, cf. E.Or. 1255; μοι φ. τις εἰσελήλυθ', μ' ὑπῆλθέ τις φ., ib. 1324, S.Ph. 1231;τοῖς Ἕλλησι φ. ἐμπίπτει X.An.2.2.19
, etc.; διὰ φόβου ἔρχομαι, διὰ φόβων γίγνομαι, E.Or. 757 (troch.), Pl.Lg. 791b: opp.φόβον λύειν A.Th. 270
, E.Or. 104; ;φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc. 2.23
;ἀπεληλακέναι τινί X.Cyr.4.2.10
; φόβου ἀπαλλάξεσθαι to get rid of it, ib.5.2.32; ;φόβους ἀπολύεσθαι Arist.Rh. 1415b18
; φόβου μεθεῖσα (Valck. φόβον) E.Hel. 555;φόβου ἔξωθεν εἶναι Id.El. 901
;ἵνα φόβος εἴη στρατεύειν X.An.2.4.3
; οὐ φ. μὴ .. Id.Mem.2.1.25; φ. ἐστὶν ὅπως μὴ .. Pl.Smp. 193a; but φόβος εἰ πείσω I fear I shall not persuade.., E.Med. 184 (anap.); ἡμέας ἔχειφ. τε καὶ δέος ὅκως χρὴ .. Hdt.4.115 ( φόβος ἦν ὥστε μὴ τέγξαι is corrupt in E.IT 1380): adverbial usages, φόβῳ by or through fear, A.Supp. 786 (lyr.), Th. 240 (lyr.), etc.;ἀνάγκῃ καὶ φ. Pl.R. 554d
: with Preps., διὰ φόβον, διὰ τὸν φ., Democr.41, X.Hier.1.38, Cyr.3.1.24;ἐκ τίνος φόβου; S.OC 887
;μετὰ φόβων Isoc.2.26
;ἄρχειν ξὺν φόβοισι S.OT 585
;προαποθνῄσκειν ὑπὸ τοῦ φ. X.Cyr.3.1.25
; Poet., (lyr.): pl., not only in Poets, as Pi.N.9.27, A.Th. 134 (prob. l.), S.Aj. 531, etc., but also in Prose,φόβους καὶ δείματα Th.7.80
;πόνους καὶ φ. Pl. Lg. 635c
;κινδύνους καὶ φ. Id.Tht. 173a
.2 object or cause of terror, S.OC 1652; φόβος ἀκοῦσαι a terror to hear, Hdt.6.112: pl.,ἢν φόβους λέγῃ S.OT 917
;πολλῶν φ. προσαγομένων X.An.4.1.23
. -
15 ἀθυμία
A lack of spirit, Hp.Aër.16; faintheartedness, despondency, Hdt.1.37, E.HF 552; εἰς ἀ. καθιστάναι orἐμβάλλειν τινά Pl.Lg. 731a
, Aeschin.3.177;ἀ. παρέχειν τινί X.Cyr.4.1.8
;εἰς ἀ. καταστῆναι Lys.12.3
;ἐν πάσῃ ἀ. εἶναι X.HG6.2.24
;ἀθυμίαν ἔχειν S.Ant. 237
;ἀ. ἐμπίπτει τινί X.Mem.3.12.6
: pl.,ἀ. ἢ φόβοι Arist.Pr. 954a23
. -
16 ἔννοια
A act of thinking, reflection, cogitation (συντονία διανοίας Pl.Def. 414a
);ἄξιον ἐννοίας Id.Lg. 657a
,al.2 notion, conception,χρόνου ἔννοια Id.Ti. 47a
;ἐν ταῖς περὶ τὸ ὂν.. ἐννοίαις Id.Phlb. 59d
; ἔ. λαβεῖν to form an idea, opp. αἴσθησιν λαβεῖν, Id.Phd. 73c;τοῦ καλοῦ ἔ. ἔχειν Arist.EN 1179b15
;ἐννοίας χάριν λέγειν Id.Metaph. 1073b12
; ἔννοιαι, opp. φαντασίαι, αἰσθήσεις, Id.MA 701b17;κατὰ ἀθρόαν ἔ. Epicur.Ep.1p.23U.
(but κατὰ πᾶσαν ἔ. θυμοῦ every kind, variety of anger, Phld.Ir.p.90 W.);δοξαστικαὶ ἔ. Epicur.Sent.24
;εἰς ἔ. ἔρχεσθαί τινος Plb.1.57.4
; εἰς ἔ. τινὸς ἄγειν τινά ib.49.10; ἡ κοινὴ ἔ. the common notion, Id.10.27.8; κοιναὶ ἔ. axioms, heading in Euc.; general ideas, Chrysipp.Stoic.2.154, etc.; ψιλὴ ἔ. mere, i.e. vague, notion, Simp. in Ph.18.1. -
17 ἔρως
Aἔρωτα Alex.Aet.3.12
, AP9.39 ([place name] Musicius): in [dialect] Ep. and Lyr. usu. [full] ἔρος (q. v.): (ἕραμαι, ἐράω A):—love, mostly of the sexual passion,θηλυκρατὴς ἔ. A.Ch. 600
(lyr.) ;ἐρῶσ' ἔρωτ' ἔκδημον E.Hipp.32
; ἔ. τινός love for one, S.Tr. 433 ; : generally, love of a thing, desire for i it,πατρῴας γῆς A.Ag. 540
;δεινὸς εὐκλείας ἔ. Id.Eu. 865
, etc. ;ἔχειν ἔμφυτον ἔρωτα περί τι Pl.Lg. 782e
;πρὸς τοὺς λόγους Luc.Nigr.Praef.
; ; ἔ. ἔχει με c. inf., A.Supp. 521 ; ; ; ἔ. ἐμπίπτει μοι c. inf., A.Ag. 341, cf. Th.6.24 ; εἰς ἔρωτά τινος ἀφικέσθαι, ἐλθεῖν, Antiph.212.3,Anaxil.21.5 : pl., loves, amours,ἀλλοτρίων Pi.N.3.30
;οὐχ ὅσιοι ἔ. E.Hipp. 765
(lyr.) ;ἔρωτες ἐμᾶς πόλεως Ar.Av. 1316
(lyr.), etc. ; of dolphins,πρὸς παῖδας Arist.HA 631a10
: generally, desires, S.Ant. 617 (lyr.).II pr. n., the god of love, Anacr.65, Parm.13, E.Hipp. 525 (lyr.), etc. ;Έ. ἀνίκατε μάχαν S.Ant. 781
(lyr.): in pl., Simon.184.3, etc.III at Nicaea, a funeral wreath, EM379.54.IV name of the κλῆρος Ἀφροδίτης, Cat.Cod.Astr.1.168 ; = third κλῆρος, Paul.Al.K.3 ; one of the τόποι, Vett.Val.69.16. -
18 ἐμπίπτω
ἐμ-πίπτω, hinein-, darauffallen; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Feuer fiel in die Schiffe; στέγῃ, ins Haus; so oft übertr., in etwas geraten, bes. ins Unglück od. in unangenehme Lage, u. unvermutet; εἰς δίνην, λαβύρινϑον, in einen Strudel geraten; εἰς ἔριν, in Streit geraten. Auch ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι, in eine Verlegenheit geraten sein; πρὸς ἔρωτά τινος, in Liebe zu etwas verfallen. Auch umgekehrt, κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις, wenn die Rede darauf kommen sollte. Von Krankheiten: befallen, z. B. von der Pest, εἰς τὴν πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπεσε; aber εἰς νόσον ἐμπ., in eine Krankheit verfallen. Übertr. auf Affekte, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε ϑυμῷ, Zorn ergriff sein Gemüt;; ἃ εἰς τὴν αἴσϑησιν ἐμπίπτει, was in die Sinne fällt; εἰς δεσμωτήριον, ins Gefängnis geworfen werden; einfallen, einstürmen; αὐχένι ἔμπεσεν ἰός, der Pfeil drang in den Nacken. Vom Sturme; ohne Casus: blindlings hineinstürmen; εἴς τινα, über einen herfallen; vom plötzlichen Eintreten eines neuen Zustandes
См. также в других словарях:
ἐμπίπτει — ἐμπί̱πτει , ἐμπίτνω fall upon pres ind mp 2nd sg ἐμπί̱πτει , ἐμπίτνω fall upon pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπίπτω — (AM ἐμπίπτω) 1. επιτίθεμαι ορμητικά 2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα μσν. νεοελλ. περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου… … Dictionary of Greek
въпадати — ВЪПАДА|ТИ (80), Ю, ѤТЬ гл. 1. Попадать куда л.: рыба мнѡгоножицѩ. къ какому камени придеть. така плѡтью ˫авить(с). мнѡги рыбы в челюсти ѥи впа(д)ють. мнѩще камень. МПр XIV, 34; [саламандра] ес(с)тво има(т) излиха мокро и студено ˫ако и во все… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
διαμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται συχνά στη φυσική, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασύρματη επικοινωνία. Δ. κύματος αποκαλείται, για παράδειγμα, η μεταβολή των χαρακτηριστικών του ηλεκτρομαγνητικού κύματος, που καλείται φορέας, από κάποιο πληροφοριακό σήμα, με… … Dictionary of Greek
ευέμπτωτος — εὐέμπτωτος, ον (Α) αυτός που εμπίπτει εύκολα σε κάτι, ο επιρρεπής («εὐέμπτωτος εἰς τὰς ὀργάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έμ πτωτος (< εμ πίπτω)] … Dictionary of Greek
πολεοδομία — Σε αντίθεση με τον κατά παράδοση ορισμό της π. ως τέχνης οικοδόμησης των πόλεων, που ίσχυε μέχρι την εποχή που οι πολεοδομικοί οργανισμοί μπορούσαν να θεωρηθούν ότι υπόκεινται σε αργή και προβλεπόμενη ανάπτυξη, η σύγχρονη π., αναλαμβάνοντας πριν… … Dictionary of Greek
προνόμιο — Όρος που δηλώνει την προέχουσα θέση προσώπου ή κατηγορίας προσώπων, πράγματος ή νομικής σχέσης κατ’ εξαίρεση από το κοινό δίκαιο. Στην αρχαία Ελλάδα όπως και στη Ρώμη η έννοια του π. ταυτιζόταν με την έννοια του ατομικού νόμου. Κατά τη… … Dictionary of Greek
τηλεπάθεια — Φαινόμενο της πέρα από τις αισθήσεις αντίληψης, που συνίσταται στην πρόσληψη νοητικών στοιχείων, τα οποία μεταδίδονται από ένα άτομο σε ένα άλλο, χωρίς την αποφασιστική συμβολή των φυσικών τρόπων επικοινωνίας· η τ. εμπίπτει λοιπόν στην κατηγορία… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… … Dictionary of Greek