-
1 εμμενες
(преимущ. ἐ. ἀεί Hom.) adv. постоянно, неустанно Hom. -
2 εμμενητικως
Diog.L. = ἐμμενές См. εμμενες
См. также в других словарях:
ἐμμενές — ἐμμενής abiding in masc/fem voc sg ἐμμενής abiding in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμμενής — ἐμμενής, ές (Α) 1. σταθερός, επίμονος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμενές σταθερότητα, επιμονή 3. (το ουδ. ως επίρρ.) με επιμονή, αδιάλειπτα … Dictionary of Greek