-
1 εμβριθως
См. также в других словарях:
ἐμβριθῶς — ἐμβρῑθῶς , ἐμβριθής weighty adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμβριθως
ἐμβριθῶς — ἐμβρῑθῶς , ἐμβριθής weighty adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)