-
1 εμβολη
ἥ1) вставка(τέν ἐμβολέν ποιήσασθαι Plat.)
2) вторжение, нападение, набег(τέν εἴς τινα ἐμβολέν ποιεῖσθαι Xen.; Θηβαίων Arst.; εἰς ἐμβολέν ἐπιστρέφειν Plut.)
ταῦρος ὣς ἐς ἐμβολήν Eur. — словно готовый броситься бык3) напор(αἱ τῶν κυμάτων ἐμβολαί Plut.)
4) мор. удар носовой частью, морской таран(στρατὸς δαμασθεὴς ναΐοισιν ἐμβολαῖς Aesch.; ἐ. τῶν νεῶν Thuc.)
ἐμβολὰς δοῦναι Polyb. — применить морской таран5) пробоина от морского тарана(ἐμβολὰς ἔχουσα τριήρης Xen.)
6) удар(φυλάσσεσθαι ἐμβολάς Eur. - ср. 8, λίθων καὴ δοκῶν ἐμβολαί Polyb.)
ἐν ἐμβολαῖς ὑσσῶν γενέσθαι Plut. — оказаться под обстрелом метательных копий7) голова стенобитной машины, таран(τὸ προέχον τῆς ἐμβολῆς Thuc.)
8) вход, проход(τέν πρὸς Θεσπιῶν ἐμβολέν φυλάττειν Xen. - ср. 6, τῆς Λακωνικῆς Plut.)
9) место впадения; устье(τοῦ ποταμοῦ Her., Plut.)
-
2 εμβολή
η1) мор. столкновение (судов); 2) таран;κτυπώ (επιτίθεμαι) με εμβολή — идти на таран;
3) мор. абордаж;τό άγημα της εμβολής — штурмовой отряд (при абордаже);
4) мед. эмболия; инфаркт;5) забивание, затыкание, заделывание; 6) тех отвод (воды) -
3 ξυνεμβολη
-
4 παρεμβολη
ἥ1) вставка, введение(ἑτέρων πραγμάτων, λόγων Polyb.)
2) размещение в боевом порядке Polyb.3) боевой порядок Polyb., NT.4) лагерь, бивуак, стан Polyb., NT.5) ( в борьбе) подножка Plut.6) Polyb. = παρεξειρεσία См. παρεξειρεσια -
5 συνεμβολη
-
6 εμβολισμός
См. также в других словарях:
ἐμβολή — putting in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
εμβολή — η 1. στρατιωτική εισβολή, επιδρομή. 2. (ναυτ.), α. το τυχαίο τρακάρισμα πλοίων από κακό χειρισμό, σύγκρουση. β. η πρόσκρουση πολεμικού πλοίου πάνω σε εχθρικό με το έμβολο ή την πλώρη με σκοπό την καταβύθισή του ή και η έφοδος, που ακολουθεί, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμβολῇ — ἐμβολῆι , ἐμβολεύς anything put in masc dat sg (epic ionic) ἐμβολή putting in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεριώδης εμβολή — Η απόφραξη μιας αρτηρίας από φυσαλίδες αέρα, που έχουν μπει στο αίμα στη διάρκεια της εγχείρησης ή μετά από τραυματισμό, από ατύχημα ή σε ατύχημα πίεσης (στην περίπτωση π.χ. των δυτών) … Dictionary of Greek
ἐμβολαῖς — ἐμβολή putting in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολαί — ἐμβολή putting in fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολήν — ἐμβολή putting in fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολῶν — ἐμβολή putting in fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… … Dictionary of Greek
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek