-
1 ελευθεριότης
-
2 ἐλευθεριότης
-
3 ἐλευθεριότης
ἐλευθεριότης, ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευϑέριος. Bei Arist. Ethic. 4, 1 als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευϑερία; ἡ τῶν χρημάτων ἐλ. Plat. Theaet. 144 d.
-
4 ελευθεριοτης
- ητος ἥ1) состояние свободного человека, свободный образ мыслей, благородство Plat., Arst.2) великодушие, щедрость, бескорыстие(τῶν χρημάτων Plat. и περὴ χρήματα Arst.; ἐ. μεσότης ἀσωτίας καὴ ἀνελυθερίας Arst.)
-
5 ἐλευθεριότης
ἐλευθεριότης, ητος, ἡ, das Wesen eines ἐλευϑέριος; als rechte Mitte in Beziehung auf das Geldausgeben zwischen ἀσωτία u. ἀνελευϑερία -
6 ἐλευθεριότης
A the character of an ἐλευθέριος, esp. freeness in giving, liberality, Pl.R. 402c, Arist.EN 1119b22, etc.; ἡ τῶν χρημάτων ἐ. Pl.Tht. 144d: generally, generosity,ἡ ἐ. τῆς ὑπουργίας Plu.Pomp.73
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλευθεριότης
-
7 ἀν-ελευθεριότης
ἀν-ελευθεριότης, ἡ, dass., Arist. Magn. mor. 1, 25.
-
8 ελευθεριον
τό Arst., Xen. = ἐλευθεριότης См. ελευθεριοτης -
9 προ-ετικός
προ-ετικός, ή, όν, wegwerfend, verschwenderisch, Plat. def. 416; Xen. Mem. 3, 1, 6; χρημάτων εἶναι προετικὸν εἰς τὰ ἐπαινετά, Arist. de virt. bei Stob. Floril. 1, 18, als Erkl. von ἐλευϑεριότης, vgl. eth. 4, 2, Ggstz von καϑεκτικός, probl. 33, 15.
-
10 μικρο-πρέπεια
μικρο-πρέπεια, ἡ, das Wesen, die Handlungsweise des μικροπρεπής, Ggstz der μεγαλοπρέπεια u. ἐλευϑεριότης; Arist. Eth. 4, 2. 2, 7 u. öfter; Plut.
-
11 μεγαλο-πρέπεια
μεγαλο-πρέπεια, ἡ, das Wesen u. Betragen des μεγαλοπρεπής, Prachtliebe, großer Aufwand in großen u. anständigen Dingen, nur lobend, καὶ ἐλευϑεριότης, Plat. Rep. II, 462 c, vgl. VIII, 560 e; Isocr. 2, 19; Arist. Eth. 4, 2, nach dem es die rechte Mitte zwischen ἀπειροκαλία u. μικροπρέπεια ist.
-
12 ἀν-ελευθερία
ἀν-ελευθερία, ἡ, unfreies Wesen, Denk- und Handlungsweise, die eines freien Mannes unwürdig ist, mit κολακεία vrbdn, Plat. Rep. IX, 590 b Conv. 183 b; der ὑπερηφανία entgegengesetzt, knechtische Gesinnung, Critia 112 c. Bei Arist. Eth. Nic. 2, 7 u. a., der ἐλευϑεριότης entgegengesetzt, bedeutet es kleinliche Sparsamkeit, Filzigkeit, so auch Plut.
-
13 ἐλευθέριος
ἐλευθέριος, ον, auch fem. ἐλευϑερία, Xen. Conv. 8, 16, was dem Freien ziemt, Einer der wie ein Freier denkt, spricht u. handelt, freisinnig, edel; καὶ χαρίεν Plat. Gorg. 485 b; πτηνῶν ϑήρας ἔρως οὐ σφόδρα ἐλευϑέριος Legg. VII, 823 e; Ggstz δουλοπρεπής, Xen. Hem. 2, 8, 4; vom Körper, von edler Haltung, edlem Ansehen, ἐλευϑεριωτέρους καὶ γοργοτέρους φαίνεσϑαι Lac. 11, 3. 12, 5; von Pferden, Equ. 10, 17, von Löwen, Arist. H. A. 1, 1. Bes. freigebig, gern mittheilend, nicht ängstlich auf Gelderwerb u. Sparen bedacht; Arist. Nic. eth. 4, 1; εἰς χρήματα Xen. Conv. 4, 15, s. ἐλευϑεριότης; – ἡ ἐλευϑεριωτάτη ἐπιστήμη Plat. Ax. 369 b, wie ἐλ. διατριβαί, studia liberalia, Plut. Rom. 6 u. öfter bei Sp. – Ζεὺς ἐλ., der Befreier, Pind. Ol. 13, 1; Thuc. 2, 71 u. A.; Ἥλιος, Paus. 2, 31, 5. S. ἐλευϑέρια. – Ὕδωρ, Antiphan. bei Ath. III, 123 b, nach VLL. aus einer Quelle Kynadra in Argos. – Adv. ἐλευϑερίως, Xen. Mem. 2, 7, 4 u. A.
-
14 развязность
развязн||остьж ἡ ἐλευθεριότης, ἡ αὐθάδεια. -
15 развязный
развязн||ыйприл ἀσύστολος, ξετσί-πωτος/ αὐθάδης (дерзкий):\развязныйые манеры ἡ ἐλευθεριότης· \развязныйый тон τό αὐθάδες ὕφος. -
16 ελευθεριότητα
-
17 ἐλευθεριότητα
-
18 ελευθεριότητι
-
19 ἐλευθεριότητι
-
20 ελευθεριότητος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐλευθεριότης — the character of an fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριότητα — ἐλευθεριότης the character of an fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριότητι — ἐλευθεριότης the character of an fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριότητος — ἐλευθεριότης the character of an fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθεριότητα — η (ΑΜ ἐλευθεριότης) νεοελλ. 1. η παράβλεψη ορισμένων κανόνων και συμβάσεων 2. η αδιαφορία για ηθικούς κανόνες και για τα χρηστά ήθη αρχ. η τήρηση τού μέτρου στη ζωή όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και η αποφυγή και τής ασωτείας και τής… … Dictionary of Greek
ευδάπανος — εὐδάπανος, ον (Α) 1. αυτός που δαπανά πολλά, ο γενναιόδωρος («ἐλευθεριότης εὐδάπανος εἰς τὰ καλά», Αριστοτ.) 2. αυτός που απαιτεί μέτρια δαπάνη, ο ολιγοδάπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαπάνη] … Dictionary of Greek