Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐλευθεριότης

См. также в других словарях:

  • ἐλευθεριότης — the character of an fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθεριότητα — ἐλευθεριότης the character of an fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθεριότητι — ἐλευθεριότης the character of an fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθεριότητος — ἐλευθεριότης the character of an fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθεριότητα — η (ΑΜ ἐλευθεριότης) νεοελλ. 1. η παράβλεψη ορισμένων κανόνων και συμβάσεων 2. η αδιαφορία για ηθικούς κανόνες και για τα χρηστά ήθη αρχ. η τήρηση τού μέτρου στη ζωή όπως ταιριάζει σε ελεύθερο άνθρωπο και η αποφυγή και τής ασωτείας και τής… …   Dictionary of Greek

  • ευδάπανος — εὐδάπανος, ον (Α) 1. αυτός που δαπανά πολλά, ο γενναιόδωρος («ἐλευθεριότης εὐδάπανος εἰς τὰ καλά», Αριστοτ.) 2. αυτός που απαιτεί μέτρια δαπάνη, ο ολιγοδάπανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δαπάνη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»