-
1 αινοπαθης
-
2 αλλοπαθης
-
3 αντιπαθης
-
4 απαθης
21) нечувствительный, бесчувственный(ὥσπερ λίθος Arst.)
2) невосприимчивый, тж. невозмутимый, бесстрастный, равнодушный(πρὸς τὸν θάνατον Arst.; ὑπὸ τῶν παρόντων Plut.)
3) не испытавший, не изведавший(καλῶν μεγάλων Her.)
4) не пострадавший, нетронутый, незадетый(κακῶν Her., Lys., Xen.; πάσης δυσχερείας Arst.; νόσων Dem.; ὑπὸ τοῦ πυρός Plut.)
; невредимый(οἶοι Aesch.; χώρα Thuc.)
5) недоступный (чему-л.), не подверженныйτὸ ὑπὸ χρημάτων ἀπαθές Plut. — бескорыстие, отсутствие склонности к стяжательству;
ἀ. τῷ πυρί Luc. — не боящийся огня6) не подверженный изменениям, неизменный(αἱ ἰδέαι Arst.; νοῦς Arst., Plut.)
7) не вызывающий сострадания, не производящий впечатления(τὸ οὐ τραγικόν Arst.)
8) грам. (о глаголе) непереходный -
5 απλοπαθης
-
6 αυτοπαθης
-
7 δυηπαθης
-
8 δυσπαθης
21) тяжко страдающий(οὔτ΄ ἀπαθής, οὔτε δ. Plut.)
2) нечувствительный к страданиям, закаленный(δυσπαθῆ τέν ψυχέν ποιεῖν Plut.; δυσπαθέστερα τὰ σώματα γίγνονται Luc.)
-
9 εκπαθης
21) чрезвычайно страстный, крайне чувственный(ἐν ταῖς ὀργαῖς Plat.)
2) сильно возбужденный, распаленный жадностью(ἐπὴ τῇ τῆς πόλεως εὐκαιρίᾳ Polyb.)
3) горячо преданный(πρός τι Polyb.)
4) преисполненный рвения, неистовый(κατὰ τέν πρὸς θεοὺς εὐχαριστίαν Polyb.)
5) крайне расстроенный или озабоченный(πρὸς τὸ μέλλον Plut.)
-
10 εμπαθης
2полный страсти, взволнованный, возбужденный Arst.ἐμπαθῆ ποιεῖν τινα πρός τι Plut. — возбудить в ком-л. страсть к чему-л.;
δόξα ἐ. Plut. — суеверный страх -
11 ευπαθης
2чувствительный, впечатлительный, восприимчивый(ὑπὸ τοῦ ἀέρος Arst.; τῷ ἀέρι Plut.)
εὐ. πρὸς τὸ πῦρ Plut. — легко воспламеняющийся, горючий;εὐ. πρὸς τὸ αἰσχρόν Plut. — застенчивый, стыдливый -
12 ηδυπαθης
-
13 καινοπαθης
-
14 λαοπαθης
-
15 λυδοπαθης
-
16 μελεοπαθης
-
17 μετριοπαθης
-
18 νεοπαθης
-
19 ομοιοπαθης
-
20 ομοπαθης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πάθης — πάθη passive state fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθῃς — πάθη passive state fem dat pl (epic) πάσχω have aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάθηις — πάθῃς , πάθη passive state fem dat pl (epic) πάθῃς , πάσχω have aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετοιμοπαθής — ἑτοιμοπαθής, ές (Μ) ο έτοιμος στο να συμπάσχει, ο επιρρεπής σε κάτι, ο ευαίσθητος («ἑτοιμοπαθὴς πρὸς τὸ δακρύειν», Νικήτ. Ευγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… … Dictionary of Greek
ζηλοπαθής — ζηλοπαθής, ές (Μ) ζηλόφθονος, ζηλότυπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ηδυπαθής — ές (AM ἡδυπαθής, ές) αυτός που ζει βίο ηδονικό, που ρέπει προς τις ηδονές τής σάρκας, φιλήδονος το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδυπαθές ήδυπάθεια, φιληδονία. επίρρ... ηδυπαθώς (Α ἡδυπαθώς) με ηδυπαθή τρόπο, ηδονικά, φιλήδονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + παθής… … Dictionary of Greek
ημιπαθής — ἡμιπαθής, ές (Α) αυτός που πάσχει κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής, ευ παθής] … Dictionary of Greek
ηττοπαθής — ές αυτός που κατέχεται από υπερβολικό και αδικαιολόγητο φόβο ότι θα υποστεί ήττα, που δεν πιστεύει στη δυνατότητα τής νίκης, που έχει χάσει το ηθικό του, καταπτοημένος, πανικόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηττο (< ήττα) + παθής < πάθος (πρβλ. εμ… … Dictionary of Greek
ηφαιστειοπαθής — ές αυτός που έχει υποστεί ζημιές ή καταστροφές από ηφαιστειακή δράση («ηφαιστειοπαθείς τόποι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + παθής < πάθος (πρβλ. ηττο παθής, σεισμο παθής)] … Dictionary of Greek
θηλυπαθής — θηλυπαθής, ές (Μ) αυτός που έχει γυναικεία πάθη, ο θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + παθής (< πάθος), πρβλ. α παθής ευ παθής] … Dictionary of Greek