Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐκφορά

См. также в других словарях:

  • ἐκφορά — ἐκφορά̱ , ἐκφορά carrying out fem nom/voc/acc dual ἐκφορά̱ , ἐκφορά carrying out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφορᾷ — ἐκφορά carrying out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… …   Dictionary of Greek

  • εκφορά — η 1. κηδεία, ξόδι. 2. (γραμμ.), ιδιαίτερος τρόπος σύνταξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔκφορα — ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφορᾶι — ἐκφορᾷ , ἐκφορά carrying out fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφοράν — ἐκφορά̱ν , ἐκφορά carrying out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφοράς — ἐκφορά̱ς , ἐκφορά carrying out fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφοραῖς — ἐκφορά carrying out fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφοραί — ἐκφορά carrying out fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκφορᾶς — ἐκφορά carrying out fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»