-
1 εκφορα
ἥ1) вынос, преимущ. тела, похоронная процессия Aesch., Thuc., Arph., Plat.ἐπ΄ ἐκφορὰν ἀκολουθεῖν τινι Lys. — провожать чьё-л. тело до места погребения
2) выбалтывание, разглашение(λόγου Arph.; λόγων ἀπορρήτων Diog.L.)
3) порыв, устремление(πρὸς οἶκον, sc. τοῦ ἵππου Xen.)
4) выход(τοῦ πνεύματος Diod.)
5) выражение, словесная форма Plut.6) грам. произношение (слова) -
2 εκφορά
η1) вынос (тела), похороны;η εκφορά τού νεκρού θα γίνει... — вынос тела состоится...;
2) грам, сочетаемость; управление;λέξεων — сочетаемость слов -
3 ἐκφορά
-
4 εκφορά
[экфора] ουσ θ вынос покойника. -
5 εκφορικον
-
6 προθεσις
- εως ἥ1) выставлениеπ. τε καὴ ἐκφορὰ καὴ θήκη Plat. — выставление (тела), вынос и погребение;
ἥ π. τῶν ἄρτων NT. — хлебы предложения2) публичное уведомление, извещение Arst.3) постановка вопроса, положениеτὸ μὲν π. ἐστι, τὸ δὲ πίστις Arst. — (речь состоит из двух частей):
— одна - положение, другая - доказательство4) намерениеκατὰ (τέν) πρόθεσιν Polyb. etc. — преднамеренно, с умыслом
5) склонность, благожелательность(πρόθεσιν ἔχειν πρός τινα Polyb.)
τῇ προθέσει τῆς καρδίας NT. — чистосердечно, искренне6) грам. приставка -
7 τριταιος
I31) трехдневный Eur., Arph., Plat., Theocr.τ. γενόμενος Her. — трехдневной давности;
ἐσβεβληκώς ἦν τ. ἐς Μηλιέας Her. — (Ксеркс) три дня тому назад вторгся в область малийцев2) совершающийся на третий день Her.τριταία ἐκφορά Plat. — вынос (тела) на третий день;
τ. ἐς Μυτιλήνην ἀφικόμενος Thuc. — прибыв на третий день в Митилену3) третий(ἡμέρα Eur.)
IIὅ (sc. πυρετός) терциана (лихорадка, приступы которой повторяются каждый третий день) Plat.
См. также в других словарях:
ἐκφορά — ἐκφορά̱ , ἐκφορά carrying out fem nom/voc/acc dual ἐκφορά̱ , ἐκφορά carrying out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφορᾷ — ἐκφορά carrying out fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφορά — Η δεύτερη φάση της κηδείας στους αρχαίους. Η πρώτη λεγόταν πρόθεσις (σαβάνωμα) και η τρίτη ταφή. Η ε. έπρεπε να γίνει το βράδυ της ημέρας του θανάτου ή την επομένη το πρωί, πριν όμως ανατείλει ο ήλιος, για να μη μολυνθούν οι ακτίνες του. Μπροστά… … Dictionary of Greek
εκφορά — η 1. κηδεία, ξόδι. 2. (γραμμ.), ιδιαίτερος τρόπος σύνταξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔκφορα — ἔκφορος exportable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφορᾶι — ἐκφορᾷ , ἐκφορά carrying out fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφοράν — ἐκφορά̱ν , ἐκφορά carrying out fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφοράς — ἐκφορά̱ς , ἐκφορά carrying out fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφοραῖς — ἐκφορά carrying out fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφοραί — ἐκφορά carrying out fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφορᾶς — ἐκφορά carrying out fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)