-
1 εκπεπληγμενως
См. также в других словарях:
ἐκπεπληγμένως — of panic indeclform (adverb) ἐκπλήσσω strike out of perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκπεπληγμένως — βλ. εκπλήττω … Dictionary of Greek
εκπλήσσω — και εκπλήττω (AM ἐκπλήσσω και ἐκπλήττω Α και ἐκπλήγνυμι) Ι. προκαλώ έκπληξη, ισχυρότατη εντύπωση, θαυμασμό ή φόβο μσν. φρ. «δειλία ἐκπλήττει» δειλία καταλαμβάνει, κυριεύει αρχ. 1. χτυπώ και απωθώ 2. προξενώ ισχυρή επιθυμία II. (μτχ. παθ. παρακμ.) … Dictionary of Greek