-
1 εκμηρυομαι
1) развертывать, разворачивать, преимущ. воен. проводить узким строем(τῆς χαράδρας, sc. τοὺς ἵππους Polyb.)
ἐκμηρυόμενος αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος Plut. — протиснувшись через узкое окошко2) проходить узким строем(κατὰ τέν γέφυραν Xen.; τὰς δυσχωρίας Polyb.)
См. также в других словарях:
εκμηρύομαι — ἐκμηρύομαι (Α) 1. ξετυλίγω, ξεκουβαριάζω 2. (για στρατιώτες) διαβιβάζω, περνώ ένα ένα 3. (για στρατό) επεκτείνομαι, καταλαμβάνω θέσεις από ένα σημείο ώς κάποιο άλλο … Dictionary of Greek
ἐκμηρυομένων — ἐκμηρῡομένων , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres part mp fem gen pl ἐκμηρῡομένων , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηρυόμενον — ἐκμηρῡόμενον , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres part mp masc acc sg ἐκμηρῡόμενον , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηρύσεται — ἐκμηρύ̱σεται , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread aor subj mid 3rd sg (epic) ἐκμηρύ̱σεται , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηρύσομαι — ἐκμηρύ̱σομαι , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread aor subj mid 1st sg (epic) ἐκμηρύ̱σομαι , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκμηρυόμενος — διεκμηρῡόμενος , διά ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκμηρύεσθαι — διεκμηρύ̱εσθαι , διά ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηρυομένης — ἐκμηρῡομένης , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηρυομένους — ἐκμηρῡομένους , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηρυσάμενος — ἐκμηρῡσάμενος , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκμηρυόμενος — ἐκμηρῡόμενος , ἐκμηρύομαι wind off like a ball of thread pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)