1 εκεινοσι
Древнегреческо-русский словарь > εκεινοσι
εκεινοσί — ἐκεινοσί(ν) (Α) εκείνος ακριβώς, μάλιστα εκείνος … Dictionary of Greek
ἐκεινοσί — ἐκεῖνος the person there masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)