-
1 εκδοχή
-
2 ἐκδοχῇ
-
3 εκδοχή
-
4 ἐκδοχή
-
5 ἐκδοχή
ἐκδοχή, ῆς, ἡ (ἐκ + δέχομαι; Aeschyl. et al.; Philo; pap in var. mngs.: PMichZen 28, 21; Sb 9220 [a], 8; UPZ 110, 86) found nowhere else (except Hesych.: ἐκδοχή• προσδοκία) in the mng. which it must have in its only occurrence in OT and our lit.: expectation φοβερὰ ἐ. τῆς κρίσεως a fearful ex. of judgment Hb 10:27.—Frisk s.v. δέχομαι. M-M. -
6 εκδοχη
ἥ1) принятие (от кого-л.)ἐκδοχέν ποιεῖσθαι τοῦ πολέμου Aeschin. — продолжать ведение войны;
ἐγείρειν ἄλλην ἐκδοχέν πομποῦ πυρός Aesch. — зажигать ответный сигнальный огонь;νεοχμὸν ἐκδοχαῖς ἐπιφέρειν κακόν Eur. — вслед (за старыми) насылать новую беду2) понимание, истолкованиеκαθάπερ ἐποιοῦντο τέν ἐκδοχέν οἱ Καρχηδόνιοι Polyb. — как толковали (договор) карфагеняне;
ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν или ποιεῖσθαι ἐκδοχήν … Polyb. — из чего можно было заключить …3) ожидание(κρίσεως NT.)
-
7 εκδοχή
η1) принятие на себя (чьих-л. полномочий и т. п.); 2) предположение;κατ' εσφαλμένη εκδοχή — по ошибочному предположению;
πιθανωτέρα εκδοχή είναι ότι... — вероятнее всего, что...
-
8 ἐκδοχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐκδοχή
-
9 εκδοχή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εκδοχή
-
10 ἐκδοχή
ожидание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐκδοχή
-
11 ἐκδοχὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐκδοχὴ
-
12 εκδοχή
[экдохи] ουσ θ объяснение, толкование. -
13 ἐκδοχή
ἐκ-δοχή, ἡ, (1) die Aufnahme. (2) die Nachfolge, Ablösung; ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός, er zündete ein Feuersignal an, das die früheren fortsetzte; τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο τοῠ πολέμου, er setzte den Krieg fort. (3) Auslegung, Deutung; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχήν, ὅτι, woraus man schließen konnte, daß -
14 εκδοχή
değerlendirme, yorum -
15 εκδοχή
versionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εκδοχή
-
16 версия
-и θ.εκδοχή, ερμηνεία•есть еще и другая версия υπάρχει ακόμα κι άλλη εκδοχή.
-
17 Succession
subs.P. and V. διαδοχή, ἡ, ἐκδοχή, ἡ.A succession of signal fires: V. ἐκδοχὴ πομποῦ πυρός (Æsch., Ag. 299), or πυρὸς παραλλαγαί, αἱ (Æsch., Ag. 490).In succession: P. κατὰ διαδοχήν; see Successively.In succession to one another: P. ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις (Dem. 45).Right of succession: Ar. and P. ἀγχιστεία, ἡ.By right of succession: V. γένους κατʼ ἀγχιστεῖα (Soph., Ant. 174).Be next in succession, next of kin: P. and V. ἐγγύτατα γένους εἶναι, P. ἀγχιστεύειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Succession
-
18 συνεκδοχη
ἥ рит. синекдоха (употребление слова в ином по объему смысле, напр., οἱ Συρακόσιοι вм. ἥ τῶν Συρακοσίων στρατιά) -
19 вариант
η άλλη εκδοχήη παραλλαγή, η άλλη ερμηνεία-ность ο αριθμός των εκδοχών/ερμηνειών/εναλλακτικών μορφών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вариант
-
20 версия
η εκδοχή, η ερμηνεία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > версия
См. также в других словарях:
ἐκδοχῇ — ἐκδοχή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοχή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδοχή — η (AM ἐκδοχή) 1. ερμηνεία, εξήγηση, αντίληψη 2. συμπέρασμα, γνώμη αρχ. μσν. προσμονή, προσδοκία μσν. 1. υποδοχή 2. ταμείο αρχ. 1. παραλαβή 2. εξακολούθηση, διαδοχή 3. αποδοχή, αναγνώριση υπηρεσίας 4. εγγύηση, ασφάλεια 5. συμβόλαιο, συνθήκη,… … Dictionary of Greek
εκδοχή — η η ερμηνεία ζητήματος, υποκειμενική εξήγηση, άποψη: Η πιθανότερη εκδοχή για την απόδραση είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκδοχαῖς — ἐκδοχή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοχαί — ἐκδοχή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοχῆς — ἐκδοχή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοχήν — ἐκδοχή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκδοχῶν — ἐκδοχή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek