Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκβαλεῖν

См. также в других словарях:

  • ἐκβαλεῖν — ἐκβάλλω throw aor inf act (attic epic doric) ἐκβάλλω throw fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀκβαλεῖν — ἐκβαλεῖν , ἐκβάλλω throw aor inf act (attic epic doric) ἐκβαλεῖν , ἐκβάλλω throw fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • низъврещи — (9*), НИЗЪВЬРГ|ОУ, ЖЕТЬ гл. 1. Сбросить, столкнуть; низвергнуть: и ѿвергъ же сѧ Иѡакимъ. и ѹстроивъ Навходоносоръ брань... и сего ѥмъ, ѹсѣкнѹ и съ стѣны градьскы˫а низъврещи повелѣ (ῥιφῆναι) ГА XIII–XIV, 111б; вшедши въ цр҃квь идольскую и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • CHRESTOLOGUS — Pertinax Imperator per convitium dictus est, apud Capitolin. c. 13. Omnes, qui libere fabulas conferebant, male Pertinaci loquebantur. Chrestologum cum appellantes, qui bene loqueretur et male saceret. Palatinus Codes Christologum habet, more… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCARUS — principem inter pisces saxatiles, iudice Galenô, locum tenet. pro quo Diphilus est apud Athenaeum l. 8. Χκάρος ἁπαλόσαρκος, ψαθυρὸς, γλυκὺς, κοῦφος, ἐυπεπτος, ἐυανοίδοτος, ἐυκοίλιος. Scarus tenerâ est carne, friatilis, dulcis, levis, concoctu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δήθεν — και δήθε (AM δῆθεν, Α και δῆθε) (ειρωνικά, ή για να δηλωθεί ότι όσα λέγονται δεν είναι αληθινά) τάχα, τάχατες («ήρθε δήθεν να μας χαιρετίσει», «παιρενέσει δῆθεν τῷ κοινῷ ἐπρεσβεύσατο») νεοελλ. (με το άρθρο) ο δήθεν αυτός που παριστάνει ή… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • κατελπίζω — (Α) 1. (ενεργ. και παθ.) ελπίζω πολύ, έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ («κατελπίσαντες... δυνήσεσθαι τοὺς Κελτούς... ἐκβαλεῑν», Πολ.) 2. (με γεν.) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («κατελπίζειν τῆς αὐτῶν δυνάμεως», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ολοσχερής — ές (ΑΜ ὁλοσχερής, ές) ολοκληρωτικός, ολόκληρος, πλήρης, εντελής, τέλειος («ολοσχερής καταστροφή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός, εκτεταμένος, σπουδαίος, μεγάλος («ἅμα δὲ τῷ τούτων ὁλοσχερεστέραν γενέσθαι τὴν συμπλοκήν» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»