-
1 εθελοντής
-
2 ἐθελοντής
-
3 ἐθελοντής
-
4 εθελοντης
III -
5 έθελοντης
ο, έθελοντίς (-ίδος) η доброволец -
6 εθελοντής
[этелонтис] ουσ. а. доброволецΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εθελοντής
-
7 εθελοντής
[этелонтис] ουσ α доброволец. -
8 ἐθελοντής
ἐθελοντ-ής, οῦ, ὁ, Prose form of foreg. (used by S.Aj.24), Hdt.5.104, 110,IG12.97.15, Th.1.60, And.1.3: as Adj.,Aἐ. φίλος X.An.1.6.9
. (dub.);τῶν ἐ. τριηράρχων D.18.99
.II = δεικηλιστής, Eust.884.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐθελοντής
-
9 εθελοντής
1) bénévole2) volontaire -
10 εθελοντής
ochotnik (m) rzecz. -
11 εθελοντής
dobrovolník -
12 εθελοντής
volunteerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εθελοντής
-
13 dobrovolník
εθελοντής -
14 volunteer
εθελοντής -
15 ochotnik
εθελοντής -
16 'θελοντής
ἐθελοντής, ἐθελοντήςmasc nom sg -
17 fedai
εθελοντής, σίοματαφύλακας -
18 εθελοντηρ
-
19 доброволец
-
20 'θελοντάς
ἐθελοντά̱ς, ἐθελοντήςmasc acc plἐθελοντά̱ς, ἐθελοντήςmasc nom sg (epic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐθελοντής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελοντής — ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής Α και ἐθελοντήρ θηλ. ἐθελοντίς, η) αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι νεοελλ. αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό αρχ. είδος μίμων, δεικηλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ.… … Dictionary of Greek
εθελοντής — ο θηλ. ντρια 1. που θεληματικά προσφέρεται να πράξει κάτι: Εθελοντής αιμοδότης. 2. που με τη θέλησή του κατατάσσεται στο στρατό, χωρίς να έχει καμιά στρατιωτική υποχρέωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'θελοντής — ἐθελοντής , ἐθελοντής masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελονταῖς — ἐθελοντής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελονταί — ἐθελοντής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοντοῦ — ἐθελοντής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοντῇ — ἐθελοντής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοντῶν — ἐθελοντής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'θελοντάς — ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc acc pl ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελοντάς — ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc acc pl ἐθελοντά̱ς , ἐθελοντής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)