Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐδίωξα

См. также в других словарях:

  • ἐδίωξα — διώκω cause to run aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώχνω — έδιωξα, διώχτηκα, διωγμένος, αναγκάζω κάποιον να απομακρυνθεί από τόπο ή χώρο, εκτοπίζω: Οι γονείς μου μ’ έδιωξαν από το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • διώχνω — και διώχτω βλ. διώκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. διώχνω μεταπλασμένος ενεστώτας < εδίωξα, αόρ. τού διώκω, κατά τα ρήματα σε νω (πρβλ. δείχνω έδειξα, ψάχνω έψαξα) ο τ. διώχτω αναλογικά προς τα σκάφτω, ράφτω] …   Dictionary of Greek

  • δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… …   Dictionary of Greek

  • μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεδιώχνω — (Μ) αποδιώχνω, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ διώκω (αόρ. εξ εδίωξα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • παπούτσι — το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα (νεοελλ·) 1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο… …   Dictionary of Greek

  • συννεφιά — η / συννέφεια, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συννέφεια Ν, και συννεφιά ΝΜ [συννεφής] επικάλυψη τού ουρανού με σύννεφα, συσσώρευση νεφών νεοελλ. μτφ. θλίψη, στενοχώρια («τα μάτια τζι ξεφέξασι, τη συννεφίαν έδιωξα», Ερωτόκρ.) μσν. μτφ. σκοτεινιά («ἵνα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»