-
1 εδίωξα
-
2 ἐδίωξα
-
3 ἐδίωξα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐδίωξα
-
4 διωκω
(fut. διώξω и διώξομαι, aor. ἐδίωξα; pass.: aor. ἐδιώχθην, pf. δεδίωγμαι)1) гнать, погонять(ἅρμα καὴ ἵππους Hom.; Σύριον ἅρμα Aesch.; ναῦς πνεύματι διωκομένη Arst.)
2) приводить в движение, бросать(βέλος χερί Pind.)
φόρμιγγα πλάκτρῳ δ. Pind. — ударять плектром по струнам форминги;διώκω τὸν ἐμὸν ἐς δόμους πόδα Eur. — я спешу в дом;ὑφ΄ ἡδονῆς διώκομαι μολεῖν Soph. — радость заставила меня прибыть3) реже med. гнать, изгонять(οὔτινα, med. τινα δόμοιο Hom.; τινὰ ἐκ γῆς Her.; δόξας ἀκάρπους καὴ κενάς Plut.)
4) устремляться, бросаться(ῥίμφα διώκοντες Hom.; ἐπὴ πτόλιν Aesch.)
ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον Xen. — они вскочили и побежали;δ. τὸν ἐκ τῆς μάχης κίνδυνον Plut. — решаться дать бой5) реже med. гнать, преследовать(τινα Hom., Xen.)
ἀκίχητα δ. Hom. — гоняться за неуловимым;δ. и διώκεσθαί τινα πεδίοιο Hom. — гнаться за кем-л. по равнине6) реже med. преследовать по суду, привлекать к ответственности, обвинять(τινά τινος Her., med. Arph.; τινος εἵνεκεν Her. и περί τινος Xen., Dem.)
δ. τὸν φόνον Eur., Arst. — карать за убийство;ὅ διώκων Aesch., Lys. — обвинитель, истец7) реже med. преследовать, стремиться, добиваться(τὰς τιμάς Thuc.; τέν ἡδονήν Plat.; τὸ ὠφέλιμον Arst.)
τοὺς εὐγνώμονας δ. Xen. (med. Plat.) — искать общества благожелательных людей8) неустанно продолжать, излагать, развивать(τέν ὑπ΄ ἀρετῆς παίδευσιν Xen.; τὸν λόγον Plat.)
ὕμνῳ ἀρετὰς δ. Pind. — воспевать доблести9) находиться в пути, путешествоватьὁ ὑπογράφειν ἅμα διώκοντος εἰθισμένος Plut. — привыкший вести запись под диктовку путешествующего, т.е. секретарь, сопровождающий в пути
-
5 διώχνω
(αόρ. εδιωξα) μετ. изгонять; прогонять, выгонять;τον έδιωξαν από το σχολείο его выгнали из школы; θα τον διώξουν από τη δουλειά его уволят с работы; § διώξτο απ' το μυαλό σου выкинь из головы -
6 διώκω
A- ξω Sapph.1.21
, Pi.O.3.45, X.Cyr.6.3.13 (s. v. l.), An.1.4.8, D.38.16 codd.; but (and Elmsl. restored διώξει for - εις in Eq. 969, Nu. 1296, Th. 1224), Pl.Tht. 168a: [tense] aor. ἐδίωξα: [tense] aor. 2 ἐδιώκαθον (v. διωκάθω): [tense] pf.δεδίωχα Hyp.Lyc.16
:—[voice] Med. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.διωχθήσομαι D.S.19.95
, Polyaen.2.13; but διώξομαι in pass. sense, LXXAm.2.16, D.H.3.20: [tense] aor.ἐδιώχθην Hdt.5.73
, Antipho 2.1.3, 6, ([etym.] ἐπ-, κατ-) Th.3.69, 3.4: [tense] pf.δεδίωγμαι Ev.Matt.5.10
: (cf. (Corinthian vase); v. δίω):—cause to run, set in quick motion, opp. φεύγω:1 pursue, chase, in war or hunting,φεύγοντα διώκειν Il.22.199
, etc.: abs., , cf. Hdt.9.11:—[voice] Med., διώκεσθαί τινα πεδίοιο, δόμοιο, chase one over or across.., Il.21.602, Od.18.8.b c. acc. pers., of a lover, Sapph. l. c.; follow, X.HG1.1.13;τοὺς εὐγνώμονας Id.Mem.2.8.6
;δ. καὶ φιλεῖν τινα Pl.Tht. 168a
, cf. Ev.Luc.17.23.2 pursue an object, seek after,ἀκίχητα διώκειν Il.17.75
;σὸν μόρον δ. S.Aj. 997
;τιμὰς δ. Th.2.63
; ἡδονήν, τὸ ἀγαθὸν καὶ καλόν, Pl.Phdr. 251a, Grg. 480c; ἀλήθειαν ib. 482e;δικαιοσύνην Ep.Rom.9.30
;λαθραίαν Κύπριν Eub. 67.9
: prov.,τὰ πετόμενα δ. Arist.Metaph. 1009b38
;κατὰ σκοπὸν δ. Ep.Phil.3.14
; of plants, δ. τοὺς ξηροὺς τόπους seek them, Thphr. HP1.4.2; δ. τὰ συμβάντα or τὸ συμβαῖνον follow or wait for the event, D.4.39, 10.21:—[voice] Med.,διώκεσθαι τὸ πλέον ἔχειν D.H.1.87
(s. v. l.); μοῖρα διωξαμένη [αὐτούς] IG5(1).1355 ([place name] Messenia).3 pursue an argument,τὴν ἐναντίωσιν Pl.R. 454a
; also, describe,ὕμνῳ ἀρετάς Pi.I.4(3).21
;τὴν Ἡρακλέους παίδευσιν X.Mem.2.1.34
; recite,λόγον PMag.Par.1.958
, cf. 335 ([voice] Pass.).II drive or chase away, διώκω οὔτιν' ἔγωγε I don't force any one away, Od.18.409;ἐκ γῆς Hdt.9.77
; banish, Id.5.92.έ: metaph., διώκεις μ' ᾗ μάλιστ' ἐγὼ σφάλην you push or press me.., E.Supp. 156.III of the wind, drive a ship, Od.5.332; of rowers, impel, speed on her way, ῥίμφα διώκοντες (sc. τὴν νῆα) 12.182;νηῦς ῥίμφα διωκομένη 13.162
; Συριηγενὲς ἅρμα διώκων driving it, Orac. ap. Hdt.7.140, cf. A.Pers.84;ἄτρυτον δ. πόδα Id.Eu. 403
, cf. Th. 371.2 seemingly intr., drive, drive on, Il.23.344, 424; gallop, run, etc., dub. in A.Th.91 (lyr.);ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον X.An.7.2.20
; on the march,Plu.
Caes.17: c. acc. spatii, .3 urge, impel,βέλος χερί Pi.I.8(7).35
;φόρμιγγα πλάκτρῳ Id.N.5.24
; esp. of music, δ. μοῦσαν Pratin.Lyr.5;δ. μέλος Simon. 29
:—[voice] Pass.,ὑφ' ἡδονῆς διώκομαι.. σὺν τάχει μολεῖν S.El. 871
.4 of work, urge on, carry forward,σκαφήτρους PFay.112.2
(i A. D.).5 [tense] pf. part. [voice] Pass. δεδιωγμένος hurried, rapid,σφυγμοί Aret.SA2.8
.IV as law-term, prosecute, ὁ διώκων the prosecutor, opp. ὁ φεύγων, the defendant, Hdt.6.82 (pl.), A.Eu. 583, etc.; ὁ διώκων τοῦ ψηφίσματος τὸ λέγειν .., he who impeaches the clause in the decree.., D.18.59;γραφὰς δ. Antipho 2.1.5
;γραφὴν δ. τινά
indict,D.
59.69;δ. εἰσαγγελίαν Hyp.Eux.9
;δ. τινὰ περὶ θανάτου X.HG7.3.6
: c. gen. criminis, accuse of.., prosecute for..,δ. τινὰ τυραννίδος Hdt. 6.104
; ;παρανόμων And.1.22
, cf.διωκάθειν; ψευδομαρτυρίων D.29.13
, etc.;δ. ἀπάτης εἵνεκεν Hdt.6.136
; φόνον τινὸς δ. avenge another's murder, E.Or. 1534 (anap.), cf. Arist.Pol. 1269a2; δίκην δ. pursue one's rights at law, D.54.41;δίκας μὴ οὔσας δ. Lys. 32.2
: c. acc. et inf., accuse one of doing, App.BC4.50:—[voice] Pass.,ὁ διωκόμενος Antipho2.1.5
;θανάτου ὑπό τινος -εσθαι X.Ap.21
; with play on 1.1, Ar.Ach. 698 sq. -
7 σέθεν
A v. σύ. [full] σεῖα· ἐδίωξα ([dialect] Boeot.), Hsch. ([dialect] Boeot. spelling of Σῆα, prob. [tense] aor. of σεύω). [full] σειεύς, ὁ, v. σείσων. [full] Σειληνικός, [full] Σειληνός, [full] Σειληνώδης, v. Σιλ-. -
8 διώκω
διώκω impf. ἐδίωκον; fut. διώξω (B-D-F §77); 1 aor. ἐδίωξα, pass. ἐδιώχθην; pf. pass. ptc. δεδιωγμένος (Hom.+)① to move rapidly and decisively toward an objective, hasten, run, press on (Il. 23, 344; Aeschyl., Sept. 91; X., An. 6, 5, 25; Hg 1:9; Is 13:14; Philo, Virt. 30 διώκουσι καὶ ἐπιτρέχουσιν) κατὰ σκοπόν toward the goal Phil 3:14; cp. vs. 12 (on the combination w. καταλαμβάνω cp. Hdt. 9, 58, 4; Lucian, Herm. 77; Sir 11:10; La 1:3 v.l.).② to harass someone, esp. because of beliefs, persecute (OGI 532, 25) τινά someone (1 Macc 5:22; En 99:14; Jos., Ant. 12, 272; apolog.) Mt 5:11f, 44; 10:23; Lk 11:49; 21:12; J 5:16; 15:20; Ac 7:52; 9:4f; 22:4, 7f; 26:11, 14f; Ro 12:14; 1 Cor 4:12; 15:9; Gal 1:13, 23; 4:29; Phil 3:6; Rv 12:13; AcPl Ha 11:17f; D 1:3; 16:4; B 20:2; Dg 7:5; ἐν θανάτῳ δ. persecute to death B 5:11. Pass. (Lucian, D. Mar. 9, 1) Mt 5:10 (=Pol. 2:3); 2 Cor 4:9; Gal 5:11; 6:12; 2 Ti 3:12; IMg 8:2; ITr 9:1; 1 Cl 4:13; 5:2; 6:2; 45:4; Dg 5:11, 17. Of plots against Joseph 1 Cl 4:9.③ to cause to run or set in motion, drive away, drive out (Od. 18, 409; Hdt. 9, 77, 2a μέχρι Θεσσαλίης, 2b ἐκ τ. γῆς, 3; POxy 943, 5; BGU 954, 7–9 ὅπως διώξῃς ἀπʼ ἐμοῦ τ. δαίμονα [VI A.D.?, Christ.]; Cat. Cod. Astr. VIII/2 p. 174, 20); w. ἐκ Mt 10:23 v.l. (cp. our ‘run someone out of town’); w. ἀπό 23:34 (δ. εἴς τι as Appian, Bell. Civ. 2, 14 §52).④ to follow in haste in order to find someth., run after, pursueⓐ lit. μηδὲ διώξητε do not run after (them) Lk 17:23 (cp. X., Mem. 2, 8, 6; SIG 1168, 112).ⓑ fig. pursue, strive for, seek after, aspire to someth. (Thu. 2, 63, 1 τιμάς; Pla., Gorg. 482e ἀλήθειαν; Dio Chrys. 60 + 61 [77 + 78], 26 πλούτους; Ael. Aristid. 29, 1 K.=40 p. 751 D.; Is 5:11; Hos 6:3; Sir 31:5; Philo, Somn. 1, 199 ἡδονὴν δ.; Jos., Ant. 6, 263 τὸ δίκαιον) δικαιοσύνην (Pr 15:9) uprightness Ro 9:30; 1 Ti 6:11; 2 Ti 2:22; 2 Cl 18:2. νόμον δικαιοσύνης Ro 9:31 (cp. 2 Esdr 9:4); hospitality 12:13. Pursue what makes for peace 14:19; cp. Hb 12:14.—OT citation: 1 Pt 3:11 (Ps 33:15); 1 Cl 22:5; cp. 2 Cl 10:2.—Love 1 Cor 14:1; virtue (Maximus Tyr. 15, 7c) 2 Cl 10:1; what is good (Alex. Aphr., An. Mant. II/1 p. 155, 31 δ. τὸ καλόν) 1 Th 5:15.—διώκοντες ἀνταπόδομα in pursuit of recompense D 5:2 = B 20:2 (Is 1:23); cp. 2 Cl 20:4.—B. 700. DELG. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
ἐδίωξα — διώκω cause to run aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώχνω — έδιωξα, διώχτηκα, διωγμένος, αναγκάζω κάποιον να απομακρυνθεί από τόπο ή χώρο, εκτοπίζω: Οι γονείς μου μ’ έδιωξαν από το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
διώχνω — και διώχτω βλ. διώκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. διώχνω μεταπλασμένος ενεστώτας < εδίωξα, αόρ. τού διώκω, κατά τα ρήματα σε νω (πρβλ. δείχνω έδειξα, ψάχνω έψαξα) ο τ. διώχτω αναλογικά προς τα σκάφτω, ράφτω] … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω … Dictionary of Greek
ξεδιώχνω — (Μ) αποδιώχνω, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ διώκω (αόρ. εξ εδίωξα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] … Dictionary of Greek
παπούτσι — το / παπούτζιν και παπούκιν, ΝΜ προστατευτικό περικάλυμμα τών ποδιών κατασκευασμένο από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος είναι ενισχυμένο με σόλες, υπόδημα (νεοελλ·) 1. φρ. α) «τόν έχω γραμμένο… … Dictionary of Greek
συννεφιά — η / συννέφεια, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συννέφεια Ν, και συννεφιά ΝΜ [συννεφής] επικάλυψη τού ουρανού με σύννεφα, συσσώρευση νεφών νεοελλ. μτφ. θλίψη, στενοχώρια («τα μάτια τζι ξεφέξασι, τη συννεφίαν έδιωξα», Ερωτόκρ.) μσν. μτφ. σκοτεινιά («ἵνα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek