-
1 γώνιος
-
2 παγ-γώνιος
παγ-γώνιος, ganz, auf allen Seiten winkelig, Sp.
-
3 πολυ-γώνιος
πολυ-γώνιος, = Folgdm, Poll. 4, 161.
-
4 φιλο-γώνιος
φιλο-γώνιος βίος, ein die Winkel liebendes, ein Stubenleben, Tzetz. chil. 1, 283.
-
5 εὐ-γώνιος
εὐ-γώνιος, gut-, geradwinkelig; Eur. Ion 1037 πλέϑρου μῆκος; Xen. Oec. 4, 21 u. Sp.
-
6 μακρο-γώνιος
μακρο-γώνιος, mit langen Ecken, Eust. 714, 29.
-
7 δια-γώνιος
δια-γώνιος, von einem Winkel zum andern, ἡ, sc. γραμμή, Diagonale, Sp.
-
8 ὀρθο-γώνιος
ὀρθο-γώνιος, grad-, rechtwinklig, τρίγωνον, Tim. Locr. 98 a, wie Ath. X, 418 f u. Mathem.
-
9 ὀξυ-γώνιος
ὀξυ-γώνιος, spitzwinkelig; μάχαιρα ὀξεῖα, Arist. topic., 15, öfter; τρίγωνον, Euclid.
-
10 ἀ-γώνιος
-
11 ἀμβλυ-γώνιος
ἀμβλυ-γώνιος, stumpfwinklig, Mathem.; τὸ ἀμβ., der stumpfe Winkel, Pol. 34, 6, 7.
-
12 ἐπι-γώνιος
ἐπι-γώνιος, in, an den Winkeln, Nicom. arithm.
-
13 ἐγ-γώνιος
ἐγ-γώνιος, einen Winkel bildend; λίϑοι ἐν τομῇ ἐγγώνιοι, winkelrecht zugehauen, Thuc. 1, 93; Hippocr. u. Sp.
-
14 ἑξα-γώνιος
ἑξα-γώνιος, sechseckig, Sp.
-
15 ἰσο-γώνιος
ἰσο-γώνιος, gleichwinklig, Arist. Metaph. 9, 3 u. Sp.
-
16 εγγωνιος
-
17 ευγωνιος
-
18 ισογωνιος
-
19 οξυγωνιος
-
20 ορθογωνιος
См. также в других словарях:
ισογώνιος — α, ο (Α ἰσογώνιος, ον) αυτός που έχει ίσες τις γωνίες («ισογώνιο τρίγωνο») νεοελλ. φρ. «ισογώνια γραμμή ή καμπύλη» καμπύλη που σε μετεωρολογικό χάρτη ενώνει τόπους που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γώνιος (< … Dictionary of Greek
κοιλογώνιος — κοιλογώνιος, ον (Α) αυτός τού οποίου η κοιλότητα είναι κλειστή σχεδόν σαν γωνία, αυτός που έχει γωνιώδη κοιλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + γώνιος (< γωνία), πρβλ. αμβλυ γώνιος, οξυ γώνιος] … Dictionary of Greek
ορθογώνιος — Ο όρος χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις στα μαθηματικά, όπως: 1) ο. ευθείες: μια ευθεία (ε1) λέμε ότι είναι ο. με άλλη (ε2), εάν και μόνον εάν οι διευθύνσεις τους είναι κάθετες μεταξύ τους (ο όρος ο. χρησιμοποιείται κυρίως για ασύμβατες… … Dictionary of Greek
συγγώνιον — τὸ, Α πιθ. γωνία σε δωμάτιο ή γωνία δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γώνιος (< γωνία), πρβλ. παρα γώνιος] … Dictionary of Greek
φιλογώνιος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει να ζει σε μια γωνία, να ζει σε απόλυτη ησυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γωνιος (< γωνία), πρβλ. ὀρθο γώνιος] … Dictionary of Greek
Stenocactus coptonogonus — Stenocactus coptonogonus, blühfähige Jungpflanze Systematik Ordnung: Nelkenartige (Caryophyllales) … Deutsch Wikipedia
ЗЕВС — • Ζεύς, Iupiter, сын Кроноса и Реи (Hesiod. theog. 453), отсюда Κρονίων, Κρονίδης, Saturnius; брат Посейдона, Гадеса, Гестии, Деметры и Геры, муж Геры, могущественнейший и высочайший из богов греческого народа, державный властитель… … Реальный словарь классических древностей
LABOR — et exercitium, torpentem in nobis excitat ealorem, eoque et spiritus reddit vegetos et alacres: atque, ut ventilatio paleas e tririco et spicas inanes flatu dispellit. ita exercitatio quoque fugat noxios e corpore humores. Quâ similitudine hoc… … Hofmann J. Lexicon universale
PALAESTRA — I. PALAESTRA Herculis filia, nuditarem obtegendi consuetudinem inter Mulieres, quae cursu aliisque exercebantur, introduxit: quemadmodum Pater eius, ne unquam Athletae in publicum ad certandum sine subligaculis prodirent, instituit; teste Clem.… … Hofmann J. Lexicon universale
αμβλυγώνιος — α, ο (Α ἀμβλυγώνιος, ον) αυτός που έχει αμβλεία γωνία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμβλυγώνιον αμβλεία γωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + γώνιος < γωνία] … Dictionary of Greek
αρτιογώνιος — ἀρτιογώνιος, ον (Α) αυτός που έχει ζυγό αριθμό γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτιο (< άρτιος) + γώνιος < γωνία (πρβλ. ισογώνιος, οξυγώνιος, ορθογώνιος)] … Dictionary of Greek